Ταῦτα εἰπών, προσεκάλεσε τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον ἔδωκε τὸ μοσχάρι καὶ τοῦ λέγει· «Ἡ γυνή μου λέγει, ὅτι ἔκαμα ἁμαρτίαν νὰ τὰ χωρίσω. Λοιπὸν λάβε καὶ τὴν μητέρα του καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὰ εὐλογήσῃ εἰς τὸν οἶκόν σου, νὰ σοῦ τὰ πληθύνῃ, καθὼς ποτὲ καὶ τὴν ἰδικήν μου ἀγέλην». Καὶ οὕτως ἔγινε καὶ ἀπέκτησε τόσους βόας ἀπ’ ἐκείνην τὴν εὐλογίαν, ὥστε ἐπλούτησεν. Ἡ δὲ γυνή του ἐμέμφετο τὸν ἑαυτόν της λέγουσα· «Καλῶς ἔπαθον, διότι, ἐὰν δὲν ὡμίλουν, θὰ ἔμενεν ἡ ἀγελὰς εἰς τὴν οἰκίαν μου».
Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἔγινε λιμὸς εἰς ἐκείνην τὴν χώραν καὶ μὴ ἔχων ὁ Φιλάρετος νὰ θρέψῃ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα του, ἔλαβε το κτῆνος καὶ ἀπῆλθεν εἰς τόπον ἕτερον εἴς τινα γνώριμόν του καὶ ἐδανείσθη ἓξ κοιλὰ σίτου. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὸν οἶκόν του, ὅταν τὸ ἐξεφόρτωσεν, ἦλθεν ἕνας πτωχὸς, καὶ τοῦ ἐζήτησεν ὀλίγον. Ὁ δὲ εἶπεν εἰς τὴν γυναῖκα του νὰ τοῦ δώσῃ τὸ ἕνα κοιλόν. Αὐτὴ δὲ τοῦ εἶπε· «Δῶσε πρῶτον εἰς ἡμᾶς μερίδιον ἀπὸ ἕνα κοιλὸν καθ’ ἑνὸς καὶ τὸ ἐπίλοιπον δῶσε εἰς ὅποιον θέλεις». Ὁ δὲ Φιλάρετος εἶπεν· «Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἔχω μερίδα;». Λέγει πρὸς αὐτὸν ἐκείνη· «Σὺ εἶσαι Ἄγγελος καὶ δὲν τρώγεις, διότι ἐὰν εἶχες ἀνάγκην ἀπὸ ἄρτον, δὲν θὰ ἐχάριζες τὸν σῖτον, τὸν ὁποῖον ἐδανείσθης καὶ τὸν ἔφερες ἀπὸ τόσα μίλια».
Τότε ὁ μακάριος Φιλάρετος, ἐπιτιμῶν τρόπον τινὰ τὴν γυναῖκα του, τῆς εἶπεν· «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ συγχωρήσῃ». Ἔπειτα ἐμέτρησε δύο κοιλὰ σίτου καὶ τὰ ἔδωσεν εἰς τὸν πτωχόν. Ἡ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Δῶσε του τὸ ἥμισυ φορτίον νὰ τὸ μοιρασθῆτε». Ἀμέσως τότε ὁ Φιλάρετος ἐμέτρησε καὶ τὸ τρίτον κοιλὸν καὶ τοῦ τὸ ἔδιδε. Μὴ ἔχων δὲ ὁ πτωχὸς σακκὶ νὰ τὸ βάλῃ, εἶπεν ἡ Θεοσεβὼ περιπαικτικῶς πρὸς τὸν ἄνδρα της· «Δὲν τοῦ δίδεις καὶ τὸ σακκὶ νὰ τὸ βάλῃ;». Καὶ ὁ Ἅγιος τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ σακκί. Ἡ δὲ εἶπε πάλιν πρὸς αὐτόν· «Διὰ τὸ πεῖσμα μου δῶσε του ὅλον τὸν σῖτον». Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸν ἔδωσεν. Πλὴν ὁ πτωχός, μὴ δυνάμενος νὰ σηκώσῃ ἓξ κοιλὰ [3] σῖτον διὰ μιᾶς, εἶπε πρὸς τὸν νέον Ἰώβ· «Ἂς μένῃ, κύριέ μου, ἐδῶ ἕως νὰ τὸν μεταφέρω εἰς τὸν οἶκόν μου». Ἡ δὲ Θεοσεβὼ εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της· «Δῶσε του καὶ τὸν ὄνον, νὰ μὴ κάμνῃ τόσον κόπον ὁ ἄνθρωπος». Ὁ Ἅγιος τότε τὴν ηὐχήθη καὶ φορτώσας ὅλον τὸν σῖτον, τὸν ἔδωσεν εἰς τὸν πτωχὸν μαζὶ μὲ τὸ κτῆνος καὶ ἐκεῖνος μὲν ἀπῆλθεν ἀγαλλόμενος, ὁ δὲ Φιλάρετος ἔλεγεν· «Ὁ πτωχὸς δὲν ἔχει μέριμναν. Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι» (Ἰὼβ α’ 21).