Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ὁ Ἐλεήμων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Λαβὼν λοιπὸν αὐτὸ ὁ γεωργὸς ἀπῆλθε, δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ εὐχόμενος τὸν Ἅγιον, ὅστις ἔκαμε πρὸς ἐκεῖνον τόσον μεγάλην ἐλεημοσύνην. Ὁ δὲ Ἅγιος λαβὼν εἰς τὸν ὦμόν του τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον ἐπέστρεψε μὲ τὸ ἕνα βόδι εἰς τὴν οἰκίαν του, ἐρωτώμενος δὲ ὑπὸ τῆς συζύγου του τὶ ἔγινε τὸ ἄλλο βόδι εἶπεν, ὅτι τὸ μεσημέρι ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ ὀλίγον, ἄφησε δὲ τὸ βόδι νὰ βόσκῃ καὶ ἐκεῖνο ἔφυγε. Τότε ὁ υἱός του ἐξῆλθεν εἰς ἀναζήτησιν αὐτοῦ καὶ εὑρὼν τὸν γεωργόν, ὅστις τὸ εἶχεν ἐζευγμένον, ἐθυμώθη καὶ τοῦ λέγει· «Πῶς ἐτόλμησες, ἄνθρωπε, νὰ ζεύξῃς ξένον κτῆνος; διότι ἐπτωχεύσαμεν, οἱ ταλαίπωροι, μᾶς καταφρονεῖτε τόσον πολύ, καὶ ἁρπάζετε βιαίως τὸ πρᾶγμά μας;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Τέκνον μου, σὲ παρακαλῶ, μὴ ὀργίζεσαι κατ᾽ ἐμοῦ ἀναιτίως, διότι ὁ πατέρας σου μοῦ τὸ ἐχάρισε».

Τοῦτο ὁ νέος ἀκούσας, ἀπῆλθε περίλυπος καὶ τὸ ἀνήγγειλεν εἰς τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία ἔρριψε τὸ μανδήλιον ἀπὸ τὴν κεφαλήν της, καὶ κλαίουσα ἔλεγε πρὸς τὸν ἄνδρα της ταῦτα· «Ὦ ἄσπλαγχνε καὶ ἀνίκανε, καλύτερον νὰ μὴ σὲ εἶχα γνωρίσει, ἀλλὰ ἂν καὶ ἐμὲ δὲν λυπεῖσαι, κἄν σπλαγχνίσου τὰ τέκνα σου, πῶς θὰ ζήσωσι; πέτρινος εἶσαι καὶ ἄγροικος, καὶ ἐβαρύνθης νὰ κοπιάζῃς, καὶ διὰ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνος ἔδωσες τὸ ζῷόν σου καὶ ὄχι διὰ τὸν Κύριον». Ὁ μακάριος ὅμως Φιλάρετος ὑπέμεινε τοὺς ὀνειδισμοὺς μὲ πρᾳότητα, χωρὶς νὰ εἴπῃ καμμίαν ἀντιλογίαν, διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸν μισθὸν τῆς ἐλεημοσύνης, μόνον τῆς εἶπε· «Μὴ λυπεῖσαι, ἀδελφή μου, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πλούσιος, καὶ δύναται νὰ μᾶς δώσῃ ἑκατὸν εἰς τὸ ἕνα. Ἐκεῖνος τρέφει τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἡμᾶς θέλει ἀφήσει νὰ πεινάσωμεν; μὴ μεριμνᾷς περὶ τῆς αὔριον, ἀλλ’ ἔλπισον εἰς Αὐτόν, νὰ σοῦ δώσῃ ὅσα χρειάζεσαι καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον».

Μετὰ πέντε ἡμέρας πάλιν, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκε τὸ ἄλλο βόδι τοῦ γεωργοῦ, ἔφαγε βότανον φαρμακερὸν καὶ ἀπέθανεν· ὅθεν ἔλαβεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐχάρισεν ὁ Φιλάρετος, καὶ τὸ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκόν του, λέγων· «Διὰ τὴν ἁμαρτίαν, τὴν ὁποίαν ἔπραξα καὶ ἠδίκησα τὰ τέκνα σου, λαβὼν τὸ βόδι σου, δὲν ἐβάσταξεν ὁ Θεὸς τὴν ἀδιακρισίαν μου καὶ μοῦ ἐθανάτωσε καὶ τὸ ἄλλο». Ὁ δὲ Φιλάρετος τοῦ ἔδωκε καὶ τὸ ἕτερον ἰδικόν του, εἰπών· «Λάβε καὶ τοῦτο καὶ ἐργάζου, διότι ἐγὼ ἔχω κατὰ νοῦν νὰ ὑπάγω εἰς τόπον μακρινόν, καὶ δὲν τὸ χρειάζομαι». Λαβὼν λοιπὸν αὐτὸ ὁ γεωργός, ἀπῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν του ἀγαλλόμενος καὶ θαυμάζων τὴν γενναιοδωρίαν καὶ ἁπλότητα τοῦ Ἁγίου καὶ ὅτι ἂν καὶ εἰς τοσαύτην πτωχείαν κατήντησε καὶ πάλιν τὴν ἐλεημοσύνην δὲν ἔπαυεν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Παφλαγονία ἦτο ἀρχαία χώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κειμένη μεταξὺ τοῦ Εὐξείνου Πόντου πρὸς Βορρᾶν, τῆς Βιθυνίας πρὸς Δυσμάς, τῆς Γαλατίας πρὸς Νότον καὶ τοῦ Πόντου πρὸς Ανατολάς, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἐχωρίζετο διὰ τοῦ ποταμοῦ Ἅλυος (τουρκιστὶ Κηζὴλ Ἰρμάκ). Ἐπὶ Βυζαντινῶν ἦτο ἓν ἐκ τῶν 29 θεμάτων τῆς αὐτοκρατορίας· εἰς τὴν περιοχὴν αὐτῆς εὑρίσκονται νῦν τὰ βιλαέτια Κασταμονῆς καὶ Σινώπης (πατρίδος τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Διογένους).

[2] Ἡ Γάγγρα, εἰς τὴν ὁποίαν συνῆλθε καὶ ἡ γνωστὴ μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, ἦτο πρωτεύουσα τῆς Παφλαγονίας, καλεῖται δὲ νῦν ὑπὸ τῶν Τούρκων Τσάγγρη ἢ Κάγγαρι κεῖται 100 χλμ ΒΑ τῆς Ἀγκύρας.

[3] Tὸ κοιλὸν τῶν Βυζαντινῶν, περὶ οὗ γίνεται ἐνταῦθα λόγος, ἦτο μέτρον βάρους των σιτηρῶν καὶ ἰσοδυνάμει πρὸς 24 ὀκάδας περίπου ἢ 29,30 σημερινὰ κιλά.

[4] Ἡ φόλλα ἢ φόλλις ἦτο βυζαντινὸν νόμισμα, ὑποδιαιρούμενον εἰς 40 νούμμια. Τὸ δὲ νούμμιον ἦτο τὸ μικρότερον νόμισμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀντιστοιχοῦν πρὸς ἕνα σημερινὸν λεπτόν.

[5] Τὸ πουγγίον ἦτο δερμάτινον σακκίδιον διὰ τὴν τοποθέτησιν τῶν νομισμάτων, τὰ ὁποῖα τότε ἦσαν μόνον μεταλλικά.

[6] Δηλαδὴ χάλκινα νομίσματα.