Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ὁ Ἐλεήμων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Δίδων λοιπὸν ὁ Ἅγιος κατὰ τὸ σύνηθες ἐλεημοσύνην καὶ διαμοιράζων καθ’ ἑκάστην τὰ κτήνη καὶ τὴν λοιπὴν περιουσίαν του, μέρους δὲ πάλιν ταύτης ἁρπαγέντος ἀπὸ κλέπτας καὶ δυνάστας, καὶ ἀπὸ ἄλλας τινὰς δυστυχίας, κατήντησεν εἰς τελείαν πτωχείαν, ὥστε δὲν τοῦ ἔμεινεν ἄλλο, εἰμὴ μόνον ἓν ζεῦγος βοῶν, εἷς ὄνος, μία ἀγελὰς μὲ τὸ μοσχάριόν της, καί τινα μελίσσια. Τοὺς ἀγρούς του ἥρπασαν δυναστικῶς οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ γείτονες, διότι ὅταν εἶδον ὅτι ἐπτώχευσε καὶ δὲν δύναται νὰ τοὺς καλλιεργῇ, ἄλλοι βιαίως καὶ ἄλλοι παρακλητικῶς ἐπῆραν τοὺς τόπους του καὶ δὲν τοῦ ἄφησαν ἄλλο, εἰμὴ μόνον τὴν οἰκίαν, εἰς τὴν ὁποίαν κατῴκει. Ἀπὸ αὐτὰ ὅλα, τὰ ὁποῖα ἔπαθε, δὲν ἐλυπήθη, οὔτε ποτὲ ἐξέφυγεν ἀπὸ τὰ χείλη του λόγος ἀπρεπής, ἀλλ’ ὅπως ὅταν πλουτήσῃ αἴφνης ἕνας ἄνθρωπος, χαίρει ὅλως, οὕτω καὶ ἐκεῖνος ηὐχαριστεῖτο εἰς τὴν πτωχείαν, ἐνθυμούμενος τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅτι «δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιγ’ 23).

Μίαν ἡμέραν ἐπῆρεν ὁ Φιλάρετος τὸ ζευγάρι του καὶ ἐπῆγεν εἰς ἕνα χωράφι, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχεν ἀπομείνει, ἐργαζόμενος δὲ ηὐχαρίστει τὸν Κύριον, διότι ἐκοπίαζε μόνος του νὰ ἀποκτᾷ τὴν ζωοτροφίαν του μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του, κατὰ τὴν ἀρὰν ποὺ εἶχε δώσει εἰς τὸν προπάτορα (Γεν. γ’ 19), καὶ παρεκάλει Αὐτὸν νὰ τοῦ δίδῃ ὑπομονὴν ἕως τέλους. Ἄλλος δέ τις γεωργὸς πτωχός, ἐνῷ εἰργάζετο μὲ τὸ ζευγάρι του εἰς ἕνα χωράφι ἐκεῖ πλησίον, ἔπεσε κατὰ γῆς νεκρὸν τὸ ἕνα βόδι αὐτοῦ. Ὅθεν ἐλυπήθη καθ’ ὑπερβολήν, διότι ἦτο πτωχότατος καὶ μάλιστα ἐχρεώστει. Ἀπῆλθε λοιπὸν εἰς τὸν Φιλάρετον νὰ τοῦ εἴπῃ τὴν συμφοράν του, διὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ τοὐλάχιστον μὲ λόγον καλόν, ἀφοῦ, καθὼς ἐγνώριζε, δὲν ἠδύνατο νὰ τοῦ δώσῃ βοήθειαν ἕνεκα τῆς πτωχείας του. Ὁ δὲ ἐλεήμων καὶ χριστομίμητος ἄνθρωπος, ὡς εἶδε τὸν πλησίον δακρυρροοῦντα, τὸν συνεπόνεσε καὶ εὐθὺς ἐξέζευξε τὸ ἕνα βόδι του καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισεν. Ὁ γεωργὸς θαυμάσας τὴν ἀγαθὴν προαίρεσιν τοῦ Ἁγίου, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Κύριέ μου, γνωρίζω ὅτι ἄλλο βόδι δὲν ἔχεις λοιπὸν πῶς θὰ καλλιεργήσῃς τὸ χωράφι σου;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἔχω ἄλλο καλλίτερον εἰς τὸν οἶκόν μου, λάβε λοιπὸν σὺ αὐτὸ νὰ κάμῃς τὴν ἐργασίαν σου, πρὶν τὸ μάθῃ ἡ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου καὶ πικρανθῶσι».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Παφλαγονία ἦτο ἀρχαία χώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κειμένη μεταξὺ τοῦ Εὐξείνου Πόντου πρὸς Βορρᾶν, τῆς Βιθυνίας πρὸς Δυσμάς, τῆς Γαλατίας πρὸς Νότον καὶ τοῦ Πόντου πρὸς Ανατολάς, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἐχωρίζετο διὰ τοῦ ποταμοῦ Ἅλυος (τουρκιστὶ Κηζὴλ Ἰρμάκ). Ἐπὶ Βυζαντινῶν ἦτο ἓν ἐκ τῶν 29 θεμάτων τῆς αὐτοκρατορίας· εἰς τὴν περιοχὴν αὐτῆς εὑρίσκονται νῦν τὰ βιλαέτια Κασταμονῆς καὶ Σινώπης (πατρίδος τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Διογένους).

[2] Ἡ Γάγγρα, εἰς τὴν ὁποίαν συνῆλθε καὶ ἡ γνωστὴ μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, ἦτο πρωτεύουσα τῆς Παφλαγονίας, καλεῖται δὲ νῦν ὑπὸ τῶν Τούρκων Τσάγγρη ἢ Κάγγαρι κεῖται 100 χλμ ΒΑ τῆς Ἀγκύρας.

[3] Tὸ κοιλὸν τῶν Βυζαντινῶν, περὶ οὗ γίνεται ἐνταῦθα λόγος, ἦτο μέτρον βάρους των σιτηρῶν καὶ ἰσοδυνάμει πρὸς 24 ὀκάδας περίπου ἢ 29,30 σημερινὰ κιλά.

[4] Ἡ φόλλα ἢ φόλλις ἦτο βυζαντινὸν νόμισμα, ὑποδιαιρούμενον εἰς 40 νούμμια. Τὸ δὲ νούμμιον ἦτο τὸ μικρότερον νόμισμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀντιστοιχοῦν πρὸς ἕνα σημερινὸν λεπτόν.

[5] Τὸ πουγγίον ἦτο δερμάτινον σακκίδιον διὰ τὴν τοποθέτησιν τῶν νομισμάτων, τὰ ὁποῖα τότε ἦσαν μόνον μεταλλικά.

[6] Δηλαδὴ χάλκινα νομίσματα.