Ἔκλαιε λοιπὸν ἡ συμβία αὐτοῦ μὲ τὰ τέκνα της πεινασμένοι καὶ μὴ ἔχοντες τὶ νὰ φάγουν, ἐδανείσθη αὕτη ἕνα ἄρτον ἀπὸ ἕνα γείτονά της καὶ ἔβρασεν ἀγριολάχανα καὶ ἔφαγον. Ὁ δὲ Φιλάρετος ἐπῆγεν εἰς ἄλλον γείτονα καὶ ἐδείπνησεν εὐχαριστῶν τὸν Κύριον. Τότε εἷς ἄρχων μέγας, φίλος τοῦ Φιλαρέτου, ὅστις ἦτο κυβερνήτης τῆς πόλεως, ἀκούσας ταύτην τὴν ἐσχάτην πτωχείαν τοῦ πρῴην ἐκλαμπροτάτου φίλου του, τοῦ ἔστειλε τεσσαράκοντα κοιλὰ σίτου, τὸν ὁποῖον βλέπων ὁ Ἅγιος ηύχαρίστησε τὸν Θεόν, ὅστις φροντίζει διὰ τοὺς δούλους του. Πλὴν ἡ γυνή του τὸν ἐμοίρασε καὶ ἔλαβεν ἕκαστος πέντε κοιλά.
Ἀπὸ τὸν σῖτον ἐκεῖνον ἔλαβε καὶ ὁ Ἅγιος τὸ μερίδιόν του καὶ ἐξ αὐτοῦ ἔδιδεν εἰς τοὺς πτωχούς, ἕως δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν δὲν εἶχε πλέον ἄλλο, ἀλλ’ ὅταν ἔτρωγεν ἡ γυνή του μὲ τοὺς ἄλλους, ἐπήγαινε καὶ αὐτὸς καὶ τοῦ ἔδιδον γογγύζοντες καὶ λέγοντες πρὸς αὐτόν· «Ἕως πότε θὰ φυλάττῃς τὸν κεκρυμμένον θησαυρὸν καὶ δὲν τὸν βγάζεις διὰ νὰ ἀγοράζῃς καὶ νὰ τρώγῃς, ἀλλ’ ἔρχεσαι καὶ παίρνεις πάλιν ἀπ’ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μᾶς ἔδωκες;». Δὲν τοῦ ἔμεινε λοιπὸν ἄλλο τι, παρὰ μόνον τὰ μελίσσια καὶ ὅταν ἤρχετο πτωχός τις, μὴ ἔχων τὶ νὰ τοῦ δώσῃ, τὸν ἔπαιρνεν εἰς τὸν μελισσῶνα καὶ τὸν ἐχόρταινε μέλι καὶ οὕτως ἔκαμνε καθ’ ἑκάστην, ἕως οὗ ἔμεινε μόνον ἓν κοφίνιον, τὸ ὁποῖον ἐπῆγον κρυφίως τὰ τέκνα του καὶ τὸ ἐτρύγησαν. Πάλιν ἐλθὼν ἄλλος πτωχός, τὸν ἐπῆγεν εἰς τὸν μελισσῶνα καὶ μὴ εὑρίσκων μέλι οὐδόλως, ἐξεδύθη τὸ ἔνδυμά του καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε, διὰ νὰ μὴ τὸν ἐξαποστείλῃ κενόν. Ἐρωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν παίδων αὐτοῦ, εἶπεν, ὅτι τὸ ἔχασε, καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ τὸν βλέπουν οὕτως, ἔκοψεν ἡ γυνή του ἓν ἱμάτιον αὐτῆς καὶ τὸ μετεποίησεν εἰς ἀνδρικὸν καὶ τὸ ἐφόρει.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐβασίλευσεν ἡ φιλόχριστος Εἰρήνη καὶ Κωνσταντῖνος ὁ υἱὸς αὐτῆς (780-797), οἵτινες ἔστειλαν στρατιώτας εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν, διὰ νὰ εὕρωσι κόρην ὡραίαν καὶ ἐνάρετον, ἀξίαν διὰ σύζυγον τοῦ βασιλέως. Ἀπελθόντες λοιπὸν εἰς ὅλας τὰς πόλεις καὶ χώρας, ἦλθον καὶ εἰς τὴν Ἄμνειαν· ἰδόντες δὲ οἱ βασιλικοὶ ἄνθρωποι τὴν οἰκίαν τοῦ Φιλαρέτου ὡραίαν καὶ μεγάλην, ἐνόμισαν ὁτι ἦτο μεγάλου τινὸς ἄρχοντος καὶ προσέταξαν τοὺς ὑπηρέτας των νὰ καταλύσωσιν ἐκεῖ. Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς πόλεως ἔλεγον· «Μὴ ὑπάγητε εἰς τὴν οἰκίαν αὐτήν, αὐθένται, νὰ μείνετε, διότι ἕνας πτωχὸς γέρων κατοικεῖ εἰς αὐτὴν ὅστις δὲν ἔχει τίποτε». Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι, νομίζοντες ὅτι θὰ ἦτο κάποιος πλούσιος, τὸν ὁποῖον ἐφοβοῦντο οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως καὶ δι’ αὐτὸ τοὺς ἠμπόδιζον, εἶπον μετ’ ὀργῆς πρὸς τοὺς ὑπηρέτας· «Ὑπάγετε ἐκεῖ ὅπου σᾶς λέγομεν καὶ μὴ ἀκούητε κανένα».