Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ὁ Ἐλεήμων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Εἰς δὲ τὴν οἰκίαν τοῦ μακαρίου Φιλαρέτου ἔκλαιον τὰ τέκνα αὐτοῦ μὲ τὴν μητέρα των καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· «Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς, ὅπου ἐγνωρίσαμεν τὸν ἄνθρωπον τοῦτον τὸν σαλογέροντα, ὅστις οὐδόλως μᾶς σκέπτεται· ὅτι καὶ ἐὰν ἐπτωχεύσαμεν, εἴχομεν ὅμως τουλάχιστον τὸ ζευγάρι παραμυθίαν, νὰ μὴ ἀπολεσθῶμεν ἀπὸ τὴν πεῖναν οἱ τάλανες». Ὁ δὲ ἅγιος γέρων τοὺς παρηγόρει, λέγων· «Μὴ λυπεῖσθε, ἔχω χρήματα κεκρυμμένα εἰς ἕνα τόπον, τόσον πολλά, ὥστε ἐὰν ζήσετε ἑκατὸν χρόνους χωρὶς νὰ ἐργασθῆτε, σᾶς ἀρκοῦσι νὰ τρέφεσθε καὶ νὰ ἐνδύεσθε, διότι ἐγὼ προεγνώρισα τὴν πτωχείαν ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν ἔμελλε νὰ καταντήσωμεν καὶ ὅταν ἐπώλουν τὰ κτήνη ἐφύλαττον τὰ ἀργύρια». Ταῦτα τοὺς ἔλεγε μετὰ βεβαιότητος, διότι προέβλεπεν, ὡς προορατικὸς μὲ τὴν Χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ ἀκολουθήσῃ ὕστερον, ὅπερ καὶ ἐγένετο.

Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἦλθε διαταγὴ βασιλική, νὰ ὑπάγουν οἱ στρατιῶται εἰς πόλεμον κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν. Εἷς δὲ στρατιώτης, Μουσούλιος ὀνόματι, ἦτο πτωχότατος καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο πρᾶγμα, μόνον τὸν ἵππον του καὶ ἓν ἀκόντιον, καθὼς δὲ ἔτρεχον ὅλοι, ἐκεῖ ποὺ ἔκαμνον τὰ πολεμικά των γυμνάσια βιαστικά, ἐκτύπησεν ὁ ἵππος τοῦ πτωχοῦ στρατιώτου καὶ ἀκολούθως ἀπέθανεν. Περιέπεσε λοιπὸν οὗτος εἰς θλῖψιν μεγάλην, ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ ἀγοράσῃ ἄλλον ἵππον καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν Ἅγιον Φιλάρετον, τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ δανείσῃ τὸν ἵππον του ἕως οὗ νὰ τελειώσουν τὰ γυμνάσια νὰ μὴ τὸν κακοποιήσῃ ὁ χιλίαρχος. Ὁ δὲ Ἅγιος, ἀκούσας τὴν συμφορὰν αὐτοῦ, τοῦ τὸν ἐχάρισε τελείως, λέγων πρὸς αὐτόν· «Λάβε τοῦτον ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ σου καὶ ἔχε αὐτὸν ἕως νὰ ζῇ καὶ ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάξῃ ἀκίνδυνον». Ἔλαβε λοιπὸν αὐτὸν ὁ Μουσούλιος καὶ ἀπῆλθε δοξάζων τὸν Κύριον.

Ἦλθε δὲ καὶ ἕνας ἄλλος πτωχὸς εἰς τὸν Ἅγιον καὶ τοῦ ἐζήτησεν ἕνα μοσχάρι νὰ κάμῃ ἀρχήν, διότι ἡ δόσις του ἦτο καλὴ καὶ εἰς ὅποιον ἤθελε δώσει ἐλεημοσύνην, ἐπλήθυνεν ἡ εὐλογία του καὶ ἐπλούτει. Ὁ δὲ Φιλάρετος ἐχώρισεν εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀγελάδα τὸ μοσχάρι καὶ τὸ ἔδωσεν εἰς τὸν πτωχόν. Ἡ ἀγελὰς ὅμως ἐζήτει τὸ τέκνον της καὶ ἐφώναζε. Τότε τοῦ λέγει ἡ γυνή του· «Ἡμᾶς δὲν λυπεῖσαι, ἄσπλαγχνε, ἀλλὰ κἂν τὴν ἀγελάδα δὲν συμπονεῖς καὶ τὴν ἐχώρισες ἀπὸ τὸ τέκνον της;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Νὰ εἶσαι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅτι δικαίως ἐλάλησας καὶ δὲν ἦτο πρέπον νὰ τὰ χωρίσω».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Παφλαγονία ἦτο ἀρχαία χώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κειμένη μεταξὺ τοῦ Εὐξείνου Πόντου πρὸς Βορρᾶν, τῆς Βιθυνίας πρὸς Δυσμάς, τῆς Γαλατίας πρὸς Νότον καὶ τοῦ Πόντου πρὸς Ανατολάς, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἐχωρίζετο διὰ τοῦ ποταμοῦ Ἅλυος (τουρκιστὶ Κηζὴλ Ἰρμάκ). Ἐπὶ Βυζαντινῶν ἦτο ἓν ἐκ τῶν 29 θεμάτων τῆς αὐτοκρατορίας· εἰς τὴν περιοχὴν αὐτῆς εὑρίσκονται νῦν τὰ βιλαέτια Κασταμονῆς καὶ Σινώπης (πατρίδος τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Διογένους).

[2] Ἡ Γάγγρα, εἰς τὴν ὁποίαν συνῆλθε καὶ ἡ γνωστὴ μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, ἦτο πρωτεύουσα τῆς Παφλαγονίας, καλεῖται δὲ νῦν ὑπὸ τῶν Τούρκων Τσάγγρη ἢ Κάγγαρι κεῖται 100 χλμ ΒΑ τῆς Ἀγκύρας.

[3] Tὸ κοιλὸν τῶν Βυζαντινῶν, περὶ οὗ γίνεται ἐνταῦθα λόγος, ἦτο μέτρον βάρους των σιτηρῶν καὶ ἰσοδυνάμει πρὸς 24 ὀκάδας περίπου ἢ 29,30 σημερινὰ κιλά.

[4] Ἡ φόλλα ἢ φόλλις ἦτο βυζαντινὸν νόμισμα, ὑποδιαιρούμενον εἰς 40 νούμμια. Τὸ δὲ νούμμιον ἦτο τὸ μικρότερον νόμισμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀντιστοιχοῦν πρὸς ἕνα σημερινὸν λεπτόν.

[5] Τὸ πουγγίον ἦτο δερμάτινον σακκίδιον διὰ τὴν τοποθέτησιν τῶν νομισμάτων, τὰ ὁποῖα τότε ἦσαν μόνον μεταλλικά.

[6] Δηλαδὴ χάλκινα νομίσματα.