Ὁ δὲ Ἅγιος ἔνευσε μὲ τὴν χεῖρά του νὰ σιωπήσουν καὶ νουθετῶν ἔλεγε πρὸς αὐτούς· «Γνωρίζετε καλὰ τὴν ζωήν μου, τέκνα μου φίλτατα, πῶς ἔκαμνα τὴν ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὸν κόπον μου, καὶ ὄχι μὲ ἀδικίας καὶ ἁρπαγάς· ἐνθυμεῖσθε τὸν πλοῦτον, τὸν ὁποῖον εἶχον πρότερον, καὶ τὴν πτωχείαν, ἡ ὁποία μοῦ ἦλθεν ὕστερον, καὶ πάλιν βλέπετε τοῦτον τὸν ἔσχατον πλοῦτον, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος μοῦ ἐξαπέστειλε. Μήπως μὲ εἴδετε ποτὲ νὰ ὑπερηφανευθῶ εἰς τὰς εὐτυχίας ἢ νὰ γογγύσω εἰς τὴν πτωχείαν μου ἢ νὰ ἀδικήσω κανένα ἄνθρωπον; Λοιπὸν οὕτω κάμετε καὶ σεῖς, ἐὰν ποθῆτε τὴν σωτηρίαν σας· μὴ λυπηθῆτε τὸν φθειρόμενον πλοῦτον, ἀλλὰ νὰ δίδετε εἰς τοὺς πτωχούς. Στείλατε αὐτὸν εἰς ἐκεῖνον τὸν κόσμον, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπάγω καὶ ἐγώ, καὶ θέλω σᾶς τὸν φυλάξει ἀκέραιον, νὰ τὸν εὕρητε ὅταν ἔλθητε· μὴ τὸν ἀφήσετε ἐδῶ, διὰ νὰ μὴ τὸν χαρῶσιν ἄλλοι, καὶ σεῖς νὰ ὀδυνᾶσθε αἰώνια. Διαμοιράσετε αὐτὸν εἰς χήρας καὶ ὀρφανά, εἰς φυλακισμένους καὶ πένητας, καθὼς εἴδετε καὶ ἔκαμα ἐγώ, διὰ νὰ σᾶς τὸν ἀνταποδώσῃ ὁ πλουσιόδωρος Βασιλεὺς νὰ ἀγάλλεσθε εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν αὐτοῦ ἀτελευτήτως».
Ἀφοῦ ηὐχήθη ὁ μακάριος, τὴν γυναῖκά του καὶ ὅλην αὐτοῦ τὴν συγγένειαν, ἔλαμψε τὸ πρόσωπόν του ὥσπερ τὸν ἥλιον καὶ ἔψαλλε μετ’ εὐφροσύνης· «Ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαί σοι, Κύριει» (ψαλμ. ρ’ 1). Καὶ τελειώνων τὸν ψαλμόν, διεχύθη τόση εὐωδία εἰς τὸν οἶκον, ὡσὰν νὰ εἶχον χύσει μύρον πολύτιμον καὶ νὰ ἐθυμίαζον μὲ πολλὰ ἀρώματα. Τότε εἶπε καὶ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως ἤτοι τό, «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν», καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ ὅταν ἔλεγε· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ, γέρων ἤδη καὶ πλήρης ἡμερῶν. Καίτοι δὲ ἦτο πολὺ γέρων οὔτε οἱ ὀδόντες αὐτοῦ ἔπεσαν, οὔτε τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του μετεβλήθη ἐκ τοῦ γήρατος, ἀλλ᾽ ἦτο ἀνθηρὸς καὶ ὡραῖος εἰς τὴν ὄψιν, ἔχων θεωρίαν μήλου ἢ ρόδου.
Τότε ἦλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶσα ἡ Σύγκλητος καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς του καὶ ἔθαψαν τὸ τίμιον αὐτοῦ λείψανον εἰς τὸν τάφον, τὸν ὁποῖον ηὐτρέπισεν ὁ ἴδιος, ἔδωκαν δὲ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ πολλὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦντες ὅλοι εἰς τὸ ἅγιον λείψανον, ἐβόων μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Θεόν, λέγοντες· «Διατί, Κύριε, μᾶς ὑστέρησες τὸν τροφέα καὶ εὐεργέτην μας; τίς νὰ ἐνδύσῃ τὰ γυμνά μας σώματα; τίς νὰ πληρώσῃ τὰ χρέη μας; τίς ἄλλος νὰ εὑρεθῇ ποτέ, νὰ ἔχῃ πρὸς ἡμᾶς τοὺς εὐτελεῖς τοσαύτην συμπάθειαν;».