Τότε βλέπων ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ ἐξομολογούμενος ἔμελλε νὰ ἀναχωρήσῃ χωρὶς νὰ φανερώσῃ τὸ μεγαλύτερον ἀπὸ ὅσα ἁμαρτήματα εἶχε διαπράξει ὡς ἄνθρωπος, λέγει ὀλίγον μὲ αὐστηρότητα· «Δὲν ἐνθυμεῖσαι, ταλαίπωρε, ὅτι ἱερουργῶν τὴν δεῖνα ἡμέραν εἰς τὴν δεῖνα Ἐκκλησίαν, ἀπὸ ἀμέλειαν καὶ ὀλίγην σου προσοχὴν ἔπεσε κατὰ γῆς ὁ Τίμιος Μαργαρίτης;». Ἀκούων τοιοῦτον λόγον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου ὁ Ἱερομόναχος, εὐθὺς τὸ ἐνεθυμήθη καὶ ἔμεινεν ὅλος ἔντρομος ἐκπληττόμενος εἰς τὸ διορατικὸν τοῦ Ἁγίου, βλέπων, ὅτι τὸ ἀπόκρυφον ἐκεῖνο ἁμάρτημά του τὸ ἐγνώρισεν ὁ Ἅγιος μὲ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς του καὶ πίπτων εἰς τοὺς πόδας του καὶ βρέχων αὐτοὺς μὲ δάκρυα μετανοίας, ὡμολόγησε τὸ πταῖσμα του καὶ ἐζήτει τὴν συγχώρησιν· ὁ δὲ Ἅγιος, ὡς μιμητὴς τοῦ συμπαθεστάτου μας Ἰησοῦ, ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν του, νουθετῶν αὐτὸν νὰ προσέχῃ εἰς τὸ μέλλον καὶ μὲ τρόμον καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν νὰ πλησιάζῃ εἰς τοιοῦτον Βασιλέα ἐπουράνιον, εἰς τὸν ὁποῖον οὔτε αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι δὲν δύνανται νὰ ἀτενίσουν· μὲ τοιαύτας νουθεσίας καθοδηγῶν αὐτὸν τοῦ ἔδωκε τὴν λύσιν καὶ τὸν ἔπεμψεν ἐν εἰρήνῃ.
Εἶναι καὶ ἄλλα ἀξιοδιήγητα ὅσα ἐτέλεσε ζῶν ὁ Ἅγιος, τὰ ὁποῖα σιωπῶμεν, διὰ νὰ μὴ βαρύνωμεν τοὺς ἀκροατὰς μὲ τὴν μακρολογίαν, προτιθέμενοι νὰ εἴπωμεν καὶ ἐκεῖνα ὅσα μετὰ θάνατον ἐτέλεσε καὶ ἐξ αὐτῶν πάλιν τὰ σπουδαιότερα. Πολιτευόμενος ὁ Ἅγιος μὲ τοιαύτην διαγωγὴν Ἰσάγγελον καὶ φθάσας εἰς γῆρας βαθύ, ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ ἀπέλθῃ πρὸς Κύριον καὶ προγινώσκων τὴν ὥραν τῆς μετοικήσεώς του, τὴν ἐφανέρωσεν εἰς τὰ πνευματικά του τέκνα, οἱ ὁποῖοι ἀκούοντες τοιοῦτον θλιβερὸν μήνυμα ἔκλαιον ἀπαρηγόρητα διὰ τὴν στέρησιν τοῦ καλοῦ Πατρὸς καὶ διδασκάλου των, τοὺς ὁποίους παρηγορῶν ὁ Ἅγιος καὶ παραγγέλλων εἰς αὐτοὺς τὰ δέοντα, καὶ εὐλογῶν καὶ ἀσπαζόμενος αὐτοὺς τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν, παρέδωκε τὴν μακαρίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ πλαστουργοῦ του Θεοῦ, κατὰ τὸ 1622 ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ τὴν ιζ’ (17ην) τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου. Τὸ δὲ σεβάσμιον Λείψανόν του, κατὰ τὴν παραγγελίαν του, τὸ ἔπεμψαν ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν τῶν Στροφάδων, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐνδυθῆ τὸ Μοναχικὸν Σχῆμα· οἱ δὲ Ὅσιοι Πατέρες τῆς εὐαγοῦς ἐκείνης Μονῆς τὸ ἐδέχθησαν ὡς θησαυρὸν πολυτίμητον καὶ πανευλαβῶς τὸ ἐνεταφίασαν εἰς μνημεῖον καινὸν εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἐντὸς τῆς μάνδρας τοῦ Μοναστηρίου.