Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ὁ Νέος, ὁ ἐκ Ζακύνθου μὲν ὁρμώμενος, Ἀρχιεπίσκοπος δὲ Αἰγίνης γενόμενος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἔκλαυσεν ὁ Ἅγιος, ἐθρήνησε μαζὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς του τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ διὰ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπ’ ἐκεῖ τὸ ταχύτερον καὶ νὰ εὕρῃ καιρὸν νὰ σώσῃ τὸν φονέα, τὸν ὁποῖον εἶχε κεκρυμμένον, τοὺς ἐξέβαλεν ἐκεῖθεν μὲ συμβουλευτικὰ λόγια, στέλλει αὐτοὺς δῆθεν πρὸς ἀκριβῆ ἐξέτασιν περὶ τοῦ φονέως καὶ παρευθύς, ὡς ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ ἐκεῖ οἱ συγγενεῖς τοὺ, ἐκάλεσεν ἀπὸ τῆς κρύπτης του τὸν φονέα καὶ ἀποκαλύπταν εἰς αὐτὸν τὴν ἀλήθειαν, ὅτι δηλαδὴ ἦτο ἀδελφὸς τοῦ φονευθέντος, τὸν ἐνουθέτησε πατρικῶς καὶ τὸν ὡδήγησε πνευματικῶς, φέρων δὲ αὐτὸν εἰς μετάνοιαν, τὸν διώρθωσε καὶ τοῦ συνεχώρησε τὸ ἁμάρτημα καὶ τότε συνοδεύσας αὐτὸν ἕως κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὅστις ἦτο πλησίον εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ Μοναστηρίου καὶ δώσας εἰς αὐτὸν τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωοτροφίαν του καὶ τὸ ταξίδιόν του, τὸν ἔστειλεν εἰς ἄλλον τόπον, διὰ νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του. Ὦ ἀρετή! ὦ ἔργον ὑπερφυσικόν! ὦ κατόρθωμα ὑπὲρ ἄνθρωπον! τὸ ὁποῖον ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουν ἀκούοντες, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι· διὸ καὶ ὁ πλουσιοδότης Θεὸς εἰς ἀνταμοιβὴν τοιαύτης χριστομιμήτου ἀρετῆς τὸν ἐπλούτισε μὲ χαρίσματα ὑπερφυσικῶν θαυματουργημάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θέλομεν εἴπει μερικά.

Εἶχεν ὁ Ἅγιος Διάκονόν τινα ὀνόματι Δανιήλ, ὅστις ἦτο ἀπὸ τὰ Τρίκαλα τῆς Πελοποννήσου, ἀπὸ δὲ παιδίον μικρὸν τὸν εἶχεν ἀναθρέψει ὁ ἴδιος καὶ τὸν ἐχειροτόνησεν, ἦτο δὲ οὗτος πάντοτε εἰς τὴν συνοδείαν του, ὡς ἔμπιστος αὐτοῦ. Θέλων δὲ ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν νὰ ὑπάγῃ ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ Μοναστήριον εἰς τὴν χώραν δι’ ὑπόθεσίν του, εἶπεν εἰς τὸν Διάκονόν του· «Δανιήλ, νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν χώραν;». Ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθη· «Δέσποτά μου Ἅγιε, ὁ καιρὸς εἶναι πρὸς βροχήν». Ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ ἀπεκρίθη· «Ἂς κινήσωμεν εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ μὴ βάλῃς ἐμπόδιον». Καὶ λοιπὸν πορευόμενοι, δὲν ἦσαν πολὺ μακρὰν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον, ὅτε ἤρχισεν ἡ βροχή. Λέγει ὁ Διάκονος· «Δέσποτά μου, δὲν τὸ εἶπον ἐγὼ ὅτι βρέχει; καλύτερον νὰ γυρίσωμεν ὀπίσω, διότι ἡ βροχὴ ὅσον ὑπάγει τόσον καὶ δυναμώνει». Αὐτὸς δὲ ὁ ὄντως ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τοῦ εἶπεν· «Ἂς πηγαίνωμεν ἐμπρὸς καὶ δὲν παθαίνομεν τίποτε». Ὅσον δὲ παρήρχετο ἡ ὥρα, τόσον ἐπλήθυνεν ἡ βροχή, ἀλλ᾽ ὤ τῶν θαυμασίων σου, Κύριε! ἂν καὶ ἦτο τόσον πολλὴ ἡ βροχή, ὅμως οὔτε εἰς τοῦ Ἀρχιερέως, οὔτε εἰς τοῦ Διακόνου τὰ ἐνδύματα ἤγγισε παντελῶς· ὅταν δὲ προχωροῦντες ἔφθασαν εἰς ποταμόν τινα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἦτο ἀνάγκη νὰ περάσουν, καὶ βλέποντες αὐτὸν πλημμυρισμένον ἀπὸ τὴν πολλὴν βροχήν, ἀπορῶν ὁ Διάκονος λέγει· «Τώρα, Δέσποτά μου, πῶς ἔχομεν νὰ περάσωμεν;».