Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ὁ Νέος, ὁ ἐκ Ζακύνθου μὲν ὁρμώμενος, Ἀρχιεπίσκοπος δὲ Αἰγίνης γενόμενος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

διὰ τὰ ὁποῖα καὶ οἱ Πατέρες ὅλοι τῆς Μονῆς τὸν εἶχον ὡς κανόνα τῶν ἀρετῶν καὶ εἰκόνα τῆς ὁσιότητος, προσεπάθει δὲ καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τὸν μιμῆται, ὅσον τοῦ ἦτο δυνατόν· ὅθεν δόκιμος φανεὶς εἰς τοὺς Προεστῶτας, ἀνεβιβάσθη κατὰ βαθμὸν εἰς τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, διὰ νὰ προσφέρῃ ἱλαστηρίους εὐχὰς καὶ ἀναιμάκτους θυσίας πρὸς τὸν Θεόν, διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου.

Μετὰ ταῦτα ἐπιθυμῶν νὰ προσκυνήσῃ τοὺς Ἁγίους Τόπους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ λαβὼν τὴν ἄδειαν ἀπὸ τὸν Ἡγούμενον καὶ τὴν ἀδελφότητα, ἐπέρασεν εἰς τὰς Κυκλάδας νήσους καὶ εἰς τὰ Δωδεκάνησα, διὰ νὰ εὕρῃ ἐκεῖ μὲ εὐκολίαν κανὲν πλοῖον, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ πόθου του. Ὅθεν περιερχόμενος τὰς νήσους ἐκείνας καὶ ζητῶν πλοῖον, διὰ νὰ τελειώσῃ τὸν σκοπόν του, διῆλθε καὶ ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ἔνθα κατὰ τὴν τάξιν τῆς ἱερατικῆς πολιτείας ἐπῆγε νὰ προσκυνήσῃ τὸν Ἀρχιερέα τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος, ἔχων ἀκούσει τὴν καλὴν φήμην τοῦ Διονυσίου, τὸν παρεκίνησε πολὺ νὰ λάβῃ τὴν ἐπιστασίαν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Αἰγίνης, ἥτις ἦτο τότε χηρεύουσα· αὐτὸς δὲ ὡς ταπεινόφρων καὶ μέτριος ἐπροφασίζετο λέγων, ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος τοιούτου ἐπιχειρήματος, νὰ δεχθῇ τόσην φροντίδα ψυχῶν ἐπάνω του· ἀλλ’ ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς ἐκεῖνος Ἀρχιερεύς, ὅστις εἶχε δι’ ἀκοῆς τὰς ἀρετὰς τοῦ Διονυσίου καὶ ἀπὸ τὸ σεμνοπρεπές του εἶδος ἐβεβαιώνετο εἰς τὴν ἀψευδῆ φήμην, ἥτις τὸν εἶχε προκεκηρυγμένον, τὸν ἐβίασε τόσον, ὥστε τὸν ἔκαμε καὶ ἐδέχθη, διὰ νὰ μὴ φανῇ παρήκοος εἰς τὰ τοῦ Ἀρχιερέως προστάγματα.

Λαβὼν τὴν συγκατάθεσιν τοῦ Ἁγίου ὁ Ἀρχιερεὺς ἔγραψεν εὐθὺς εἰς τὸν Κλῆρον καὶ τὸν λαὸν τῆς Αἰγίνης, καὶ φανερώνων τὴν ἀξιότητα τοῦ τοιούτου ὑποψηφίου καὶ ὅτι βιαίως καὶ μὲ πολλὰς παρακλήσεις καὶ πνευματικὰς παρακινήσεις ἔνευσε νὰ δεχθῇ τὴν ἐπιστασίαν των, ὅλοι ὁμογνώμονες μὲ κοινὴν ψῆφον τὸν ἐδέχθησαν διὰ Ποιμένα των καὶ διδάσκαλον, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν, ὅστις ἐπρονοήθη περὶ αὐτῶν, πέμπων εἰς αὐτοὺς διὰ κυβερνήτην καὶ ὁδηγὸν τοιοῦτον θεοσεβῆ καὶ ἅγιον ἄνδρα. Λοιπὸν κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, μὲ ἔκδοσιν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν αὐτὸν Μητροπολίτην Ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης, πόση δὲ χαρὰ ἔγινε τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς ὅλους τοὺς Αἰγινήτας, κάθε εὐσεβὴς ἂς τὸ συλλογισθῇ. Ἐμπιστευθεὶς λοιπὸν τοιουτοτρόπως τὴν ἐπιστασίαν τοῦ λογικοῦ ἐκείνου ποιμνίου, δὲν ἔπαυε κάθε ἡμέραν νὰ τὸ διδάσκῃ μὲ ἱεροὺς λόγους, μὲ νουθεσίας καὶ μὲ ψυχωφελῆ παραδείγματα.