Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ φήμη πανταχοῦ τὸν ἐκήρυττε καὶ ὡς ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον ἔσυρεν ὅλους εἰς ἑαυτόν, διὰ νὰ ἀκούουν τὰ θεόσοφα λόγια του, ὕστερα ἀπὸ ἱκανὸν καιρὸν τῆς διοικήσεως, φοβηθεὶς μήπως καὶ ὁ τῶν ἀνθρώπων ἔπαινος, ὅστις τόσον τὸν ὕψωνε, τὸν κρημνίσῃ εἰς τὸ βάραθρον τῆς κενοδοξίας, ἐμελέτησε νὰ κάμῃ παραίτησιν τοῦ θρόνου· ὅθεν ἀφήνων διάδοχον ἄξιον εἰς τὸν θρόνον του, ἡτοιμάσθη νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Ζάκυνθον, τὴν πατρίδα του. Τότε εὐλογῶν τὸ ποίμνιόν του καὶ παρακαλῶν τὸν Κύριον νὰ τὸ φυλάττῃ ἀβλαβὲς ἀπὸ ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθροὺς καὶ νὰ χαρίζῃ εἰς αὐτὸ κατὰ τὸν πόθον τῆς καρδίας των ψυχικὴν σωτηρίαν, τοὺς ἀπεχαιρέτησε καὶ ἀνεχώρησεν ἀφήνων εἰς ὅλους θλῖψιν ὑπέρμετρον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα του κεκοσμημένος καὶ διὰ τοῦ ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, ἔλαβον ὅλοι οἱ συμπατριῶταί του ἀνεκδιήγητον τὴν χαράν, εὐλαβούμενοι αὐτὸν ὡς νοητὸν ἥλιον τῆς ἁγιωσύνης, διότι κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτο χηρεύουσα ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ τῆς Ζακύνθου, κατὰ τὸ ἔτος 1579, καὶ ἐτάχθη ὁ θεῖος Διονύσιος μὲ γράμμα πατριαρχικὸν νὰ κυβερνήσῃ τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην ἐπιτροπικῶς, ἕως νὰ γίνῃ νέα ψῆφος, ὡς καὶ ἐγένετο, πατριαρχεύοντος τότε τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἱερεμίου.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος ὄχι μὲ ἰδικήν του προθυμίαν, ἀλλὰ διὰ εὐχαρίστησιν τῶν συμπατριωτῶν του, οἵτινες τόσον τον παρεκάλεσαν, καὶ διὰ νὰ δειχθῇ εὐπειθὴς εἰς τὸ πατριαρχικὸν πρόσταγμα, ἐδέχθη πρὸς καιρὸν τὴν ἐπιστασίαν τῆς ἄνωθεν ἐπαρχίας, εὐθὺς ὡς ἔγινεν ἡ ψῆφος εἰς ἄλλο πρόσωπον, δὲν ἠθέλησε πλέον νὰ διαμείνῃ συναναστρεφόμενος εἰς κοσμικὴν πολιτείαν, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶχε τὴν ἡσυχίαν, ἀλλ’ ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν εἰς τόπον κατάλληλον καὶ ἡσυχαστικὸν διὰ νὰ συνευρίσκεται νοερῶς μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ λεπτύνῃ τὸν νοῦν μὲ πνευματικὴν μελέτην καὶ θεϊκὴν κατανόησιν, ἔχων ἤδη πρὸ ἐτῶν δέκα τόπον ἐπιτήδειον ἡτοιμασμένον, διὰ νὰ ἡσυχάσῃ κατὰ τὸν πόθον του, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκεται ᾠκοδομημένον τὸ Μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπονομαζομένης Ἀναφωνητρίας, μακρὰν ἀπὸ τὴν πόλιν ἕως εἴκοσι μίλια, κείμενον ἐπάνω εἱς τὰ ὑψηλότατα βουνὰ τῆς αὐτῆς νήσου, πρὸς τὸ νότιον μέρος. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν εἰς τὸ Μοναστήριον ὁ θεῖος Διονύσιος, καθὼς ἀνέβη μὲ τὸ σῶμα ὑψηλά, οὕτως ὕψωσε καὶ τὸν νοῦν ὅλως διόλου εἰς τὰ οὐράνια· ἄλλο δὲν ἐφαντάζετο παρὰ μόνον τὸ ἀσύγκριτον κάλλος τῆς τρισηλίου Θεότητος, καὶ τόσον ἐλέπτυνε τὴν ψυχήν του μὲ τὰς νοερὰς θεωρίας, ὥστε ἠμπορῶ νὰ εἴπω, ὅτι ἔγινε σχεδὸν ὅλος οὐράνιος.