Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ὁ Νέος, ὁ ἐκ Ζακύνθου μὲν ὁρμώμενος, Ἀρχιεπίσκοπος δὲ Αἰγίνης γενόμενος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Δὲν θέλω διηγηθῆ τὰς παθοκτόνους νηστείας, τὰς νυχθημέρους προσευχάς, τὰς χαλεπὰς χαμευνίας (διότι ἔχων τὴν κλίνην του κατεσκευασμένην μὲ πέτρας ἀγκυλωτάς, καὶ εἰς τὸ φαινόμενον ηὐτρεπισμένην μὲ γλαφυρὰ σκεπάσματα, δὲν ἐπέτρεπε νὰ ἐμβαίνῃ εἰς τὸ κελλίον του οὐδεὶς ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας του, διὰ νὰ μὴ φανερωθῇ ἡ ἀρετή του αὕτη, ἀλλὰ μόνος κατὰ μόνας ἐκυβέρνα τὴν κλίνην του). Δὲν θέλω ὁμιλήσει διὰ τὴν ἀσχόλαστον ἐλεημοσύνην, μὲ τὴν ὁποίαν ἐφαίνετο ὡς βρύσις ἀέναος, ἥτις ἐπότιζε δαψιλῶς τοὺς διψασμένους πένητας, ἔχων συνήθειαν κατ’ ἔτος νὰ πέμπῃ, κατὰ τὸ ἅγιον Πάσχα, μεγάλην λέμβον τοῦ Μοναστηρίου εἰς τὴν χώραν, φορτωμένην ἀπὸ σῖτον, ὄσπρια, ἀρνιά, ἐρίφια καὶ ἄλλα βρώσιμα μὲ Μοναχοὺς τῆς Μονῆς, νὰ τὰ διαμοιράζουν κρυφίως εἰς τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὴν παραγγελίαν του. Σιωπῶ τὰς λοιπὰς ἀρετάς του, μὲ τὰς ὁποίας ἐφαίνετο ὁ μακάριος φορτωμένος ὡς δένδρον καρποφόρον καὶ κατὰ ἀλήθειαν ἄγγελος σαρκοφόρος καὶ ἄνθρωπος ἀγγελόφρων ἐγνωρίζετο, νουθετῶν καθημερινῶς τοὺς Πατέρας τῆς Μονῆς καὶ διδάσκων ὄχι μόνον μὲ τὸν λόγον, ἀλλὰ περισσότερον καὶ μὲ τὸ καλόν του παράδειγμα, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ὄντως ἀληθὴς καὶ πρακτικὴ διδασκαλία καὶ παρακινῶν νὰ φυλάττουν ἀπαραλλάκτως τὰς τάξεις καὶ τὰ ἤθη τῆς μοναδικῆς πολιτείας, χωρὶς νὰ τολμήσουν ποτὲ νὰ παραβοῦν καμμίαν ἀπὸ τὰς ὑποσχέσεις τὰς ὁποίας ἔδωσαν, ὅταν ἐνεδύθησαν τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα. Σιωπῶ, λέγω, περὶ ὅλων τῶν ἄλλων πολυαρίθμων ἀρετῶν, μὲ τὰς ὁποίας ἦτο ἐστολισμένη ἡ μακαρία ψυχή του καὶ μόνον διὰ τὴν θεώνυμον ἐκείνην ἀρετὴν νὰ ὁμιλήσω, ἡ ὁποία περισσότερον ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας διέλαμπεν ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἥτις ὀνομάζεται καὶ ρίζα καὶ θεμέλιον πασῶν τῶν ἀρετῶν, τὴν κατὰ Θεόν, λέγω, πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπην, ἡ ὁποία τόσον ἦτο ἐριζωμένη εἰς τὴν καρδίαν του, ὥστε ὑπερέβη καὶ αὐτοὺς τοὺς ὅρους τῆς φύσεως καὶ ἀκούσατε, παρακαλῶ, μὲ προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν, νὰ θαυμάσητε.

Ἄνθρωπός τις ξένος, πάντολμος καὶ αὐθάδης, ἐτόλμησε νὰ φονεύσῃ μὲ χεῖρα παμμίαρον τὸν ἠγαπημένον ἀδελφὸν τοῦ Ἁγίου Κωνσταντῖνον, ἄνθρωπον ἀξιώτατον καὶ περίφημον τῆς πατρίδος ἄρχοντα· οὗτος, ἀφοῦ ἔπραξε τοιαύτην μιαιφονίαν, φοβούμενος τὴν δύναμιν τῶν συγγενῶν τοῦ φονευθέντος, ἔφευγε διὰ νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του εἰς τόπους ἐρήμους καὶ ἀβάτους.