Λέγει ὁ Ἅγιος· «Δὲν εἶναι πρέπον νὰ γίνωμεν καὶ οἱ λογικοὶ ἄλογοι καὶ ἀνόητοι καὶ νὰ προσκυνῶμεν ἀναίσθητα καὶ ἄλογα κτίσματα· ὅθεν δὲν πείθομαι νὰ ἀρνηθῶ τὴν εὐσέβειαν· λοιπὸν ἐπειδὴ δὲν κρίνεις μὲ κρίσιν εὔλογον, ἀλλὰ βίᾳ καὶ δυναστείᾳ ποίησον ὅ,τι βούλεσαι». Λέγει ὁ ἄρχων· «Ἄραγε διὰ νὰ σοῦ δείξω ἥμερον πρόσωπον, σὲ ἔκαμα καὶ ἔγινες αὐθαδέστερος; Ἀλλ’ ἐπειδὴ σὲ βλέπω συνετὸν καὶ φρόνιμον, σὲ παρακινῶ εἰς τὸ συμφέρον σου, πρὶν δοκιμάσῃς τὰ κολαστήρια. Λοιπὸν ὕπαγε εἰς τὸν ναὸν καὶ ἀπόδος εἰς τοὺς θεοὺς τὴν πρέπουσαν προσκύνησιν, διὰ νὰ σοῦ συγχωοήσω τὰ πρότερα, νὰ γίνῃς καὶ φίλος τοῦ βασιλέως καὶ νὰ τιμηθῇς πολὺ ἀπὸ ἐμέ». Λέγει ὁ Ἅγιος· «Ἐγὼ ἀπὸ πολλοῦ ἐγνώρισα τὴν ἀλήθειαν καὶ καταγελάσας τὰ ἀκάθαρτα βδελύγματα τῶν ψευδωνύμων θεῶν σας, προετίμησα τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀμώμητον· λοιπὸν μὴ ἀμελῇς, ἀλλὰ πρᾶξε καθὼς ὁ βασιλεὺς σὲ προσέταξε».
Τότε προστάσσει ὁ τύραννος δυνατοὺς τινας καὶ ἀνδρείους νέους νὰ δέρωσι τὸν Ἅγιον εἰς ὅλον τὸ σῶμα ἕως ὅτου κουρασθοῦν καὶ κατόπιν νὰ ἀλλάσσωνται. Ἔπειτα νὰ τὸν δέσουν δυνατὰ μὲ λωρία ἀπὸ τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν του καὶ νὰ τὸν σύρουν τόσον ἰσχυρῶς, ἕως ὅτου ἐξέλθουν ἀπὸ τὸν τόπον αὐτῶν αἱ ἁρμονίαι τοῦ σώματος καὶ ξεχωρίσουν τὰ μέλη ἀπὸ τὰ νεῦρα. Ὑπέμεινε λοιπὸν ὁ Ἅγιος τοιαύτην ὀδύνην ἀνύποιστον μὲ φαιδρὸν καὶ ἀγαλλιώμενον πρόσωπον, ὁ δὲ τύραννος ἐφθόνησε διὰ τὴν φαιδρότητα καὶ τὸ ἀνθηρὸν τοῦ προσώπου του καὶ προστάσσει νὰ τὸν λύσουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ νὰ κατακεντῶσι μὲ βελόνας τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ τὰ βλέφαρα. Τούτου γενομένου, ἐνεπλήσθη ὁ θεῖος Θύρσος θάρσους παρὰ Θεοῦ καὶ ἤλεγχε μᾶλλον μὲ πολλὴν παρρησίαν τὸν τύραννον, λέγων· «Πρόσεχε εἰς ἐμὲ διὰ νὰ ἐννοήσῃς τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ μου· διότι ὅσον σὺ ἀφανίζεις τὸ σῶμά μου, τόσον ἐκεῖνος μοῦ δίδει περισσοτέραν ὡραιότητα, διότι αὐταὶ αἱ πληγαὶ καὶ τὰ στίγματα καλλωπίζουσι τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα». Ταῦτα ακούων ὁ τύραννος ἔβραζεν ἀπὸ τὸν θυμόν του, μὴ γνωρίζων τί νὰ πράξῃ διὰ νὰ μὴ τὸν πολεμῇ ὁ Ἅγιος μὲ τὴν γλῶσσάν του καὶ προστάσσει νὰ δέρουν τὰς σιαγόνας του μὲ στροβίλους χαλκοῦς, ἕως νὰ συντριβοῦν οἱ ὀδόντες του. Ἀλλὰ καὶ ταύτην τὴν τιμωρίαν ὑπομένων ὁ μακάριος Θύρσος, εἶχε πάλιν τὴν προτέραν φαιδρότητα καὶ δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τοῦ νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ εὐχαριστῇ τὸν Κύριον.