«Εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν σου καὶ παρακάλεσέ τον νὰ δεχθῇ καὶ ἐμὲ τὸν ἀνάξιον δοῦλόν του, νὰ μὴ μὲ βδελυχθῇ δὲ διὰ τὰς ἁμαρτίας μου, διότι τώρα ἐγνώρισα ἀπὸ σὲ ὁποίους δορυφόρους ἔχουν ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ δοῦλοι γνήσιοι καὶ τίνα πληρωμὴν καὶ πόσας ἀμοιβὰς δίδει εἰς αὐτοὺς διὰ τὸν κόπον των καὶ τοὺς στέλλει θαυμαστοὺς καὶ φοβεροὺς ὑπηρέτας νὰ τοὺς φυλάττωσι, τοὺς ὁποίους δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἴδωμεν πρότερον, διότι εἴμεθα ἐναγεῖς καὶ ἀκάθαρτοι. Δειλιῶ λοιπὸν καὶ ἀμφιβάλλω, μήπως καὶ μὲ ἐκδιώξῃ ὁ Χριστὸς ὡς ἀνάξιον· ὅθεν σὲ παρακαλῶ νὰ δεηθῇς πρὸς αὐτὸν νὰ μὲ συναριθμήσῃ μὲ τοὺς εὐτελεστέρους δούλους του καὶ εἶναι τοῦτο ἀρκετὸν εἰς ἐμέ ἐπὶ πλέον ἐπιποθῶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ παιδευθῶ τώρα καὶ νὰ τιμωρηθῶ διὰ τὴν προτέραν πλάνην καὶ ἀφροσύνην μου».
Ταῦτα ἀκούων μετὰ χαρᾶς ὁ Ἅγιος λέγει πρὸς αὐτόν· «Μὴ ἔχῃς ἀμφιβολίαν τινὰ εἰς τὴν ἀνεξικακίαν τοῦ Θεοῦ μου, λαμπρότατε ἔπαρχε, ἀλλ’ ἔχε θάρρος, διότι ἐγὼ γινώσκω τὴν φιλανθρωπίαν αὐτοῦ καὶ εἶναι τοσοῦτον ἐλεήμων καὶ μετανοῶν ἐπὶ κακίαις ἀνθρώπων, ὥστε ὄχι μόνον δὲν σὲ ἀποστρέφεται, ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνομά σου ἔγραψεν εἰς τὴν βίβλον τῆς ζωῆς καὶ κατεδέχθη νὰ συνδοξάσωμεν ὁμοῦ τὸ ὄνομά Του τὸ Ἅγιον μὲ τὸ ποθητὸν Μαρτύριον». Ἀφοῦ εἶπε ταῦτα καὶ ἐπειδὴ ἐγνώριζεν, ὅτι ὅλος ὁ λαὸς ἦτο νῆστις καὶ ἵσταντο ἐκπληττόμενοι, προτιμῶντες νὰ ἀκούουν τοὺς λόγους του μᾶλλον ἢ νὰ καταλύσουν σωματικὴν τροφήν, τοὺς ἀπεχαιρέτησε, ὑποσχόμενος εἰς αὐτοὺς νὰ ἀνταμωθῶσι καὶ πάλιν κατὰ τὴν αὔριον. Ὁ ἔπαρχος ὅμως δὲν ἀπεχωρίσθη πλέον ἀπὸ τοῦ Ἁγίου, ἀλλ’ ἔλαβεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον του καὶ τοῦ ἐζήτει νὰ τοῦ ἑρμηνεύσῃ τὴν Πίστιν, νὰ ἐννοήσῃ καλῶς τὴν ἀκρίβειαν αὐτῆς. Κατὰ δὲ τὴν ἑπομένην, πρὶν ἀκόμη ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, συνηθροίσθη εἰς τὸ θέατρον τόσον πλῆθος ἀνθρώπων, ὥστε δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τοὺς χωρέσῃ, βλέποντες δὲ τὸν Ἅγιον ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἐπάρχου, ἐβόησαν ἅπαντες· «Πιστεύομεν ἅπαντες εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον σὺ κηρύττεις καὶ ἀρνούμεθα τὰ ἀναίσθητα εἴδωλα». Εὐχαριστήσας δὲ τὸν Θεὸν ὁ Ἅγιος, τοὺς ἐπῄνεσεν, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἔχουν μισθὸν περισσότερον διότι ταχέως ἐπέστρεψαν εἰς τὴν ὀρθὴν Πίστιν, παρὰ ἂν ἤθελον βραδύνει νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἐπιστροφὴν αὐτὴν καὶ ἐξηκολούθουν παραμένοντες ἐπὶ πολὺ εἰς τὴν ἀπιστίαν· ὅταν δὲ βαπτισθοῦν, θὰ γίνουν μέτοχοι τῶν δωρεῶν τοῦ Κυρίου.