Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ μεταβῇ εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ λάβῃ τὴν ἀξίαν ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων του, τότε ἐκ θείας χάριτος προεγνώρισε καὶ τὴν ἡμέραν τῆς τελειώσεώς του. Συνάξας τότε ὅλους τοὺς μαθητάς του, τοὺς εἶπεν, ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας τελειώνει ὁ δρόμος τῆς ζωῆς του καὶ ὑπάγει πρὸς τὸν ποθούμενον. Ἐκεῖνοι δὲ ὡς ἤκουσαν, ἤρχισαν νὰ κλαίουν καὶ νὰ ὀδύρωνται τὴν στέρησίν του ἀπαραμύθητα, ὀλοφυρόμενοι τὴν ὀρφανίαν των. Ὁ δὲ Ἅγιος τοὺς παρεμύθει μὲ λόγια συμβουλευτικὰ καὶ παραμυθητικά, λέγων πρὸς αὐτοὺς ταῦτα.
«Μὴ λυπεῖσθε, τέκνα μου ἀγαπητά, διὰ τὸν θάνατόν μου, διότι τοῦτο τὸ πικρὸν τοῦ θανάτου ποτήριον εἶναι κοινόν, καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ ἀποφύγῃ τις. Μόνον σᾶς συμβουλεύω νὰ φυλάξετε ἀμετασάλευτα ὅσα διαλαμβάνει ἡ διαθήκη μου, ἀνίσως καὶ ἀγαπᾶτε τὴν σωτηρίαν σας· νὰ πολιτεύεσθε κοινοβιακῶς εἰς ὅλα τὰ πράγματά σας· νὰ ἔχετε πρῶτον μὲν τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην καὶ εὐσέβειαν, ἔπειτα δὲ καὶ τὴν εἰς ἀλλήλους ἀδελφικὴν ἀγάπην καὶ ὁμόνοιαν. Νὰ φυλάσσετε ἀκριβῶς τὴν παράδοσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅσα περὶ Πίστεως καὶ ἐναρέτου διαγωγῆς ἔγραψαν, καὶ ὅσα τὸ τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Σάββα τρανῶς διακελεύεται περὶ ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ περὶ ἀρετῆς. Γυναῖκα ποτὲ μὴ δεχθῆτε εἰς τὸ Μοναστήριον, εἴτε καλογραῖα εἶναι, εἴτε κοσμική, ἢ βασιλέως μήτηρ, ἢ βασίλισσα, οὔτε παιδὶ ἀμύστακον καὶ ἀγένειον. Ποτὲ νὰ μὴ χειροτονήσητε Διάκονον ἢ Ἱερέα ἀνάξιον· ὅτι ἄλλο δὲν παροργίζει τόσον τὸν Θεόν, ὅσον ὁ ἀνάξιος Ἱερεύς. Ἐὰν ποτὲ δὲν ἤθελεν εὑρεθῆ τις ἄξιος ἀπὸ τὸ αὐτὸ Μοναστήριον νὰ γίνῃ Ἡγούμενος, νὰ ὑπάγετε εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἐρευνήσατε ἐκεῖ διά τινα ἄξιον. Ἐὰν δὲ πάλιν δὲν εὕρητε καὶ ἐκεῖ, ὑπάγετε εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ ἐν τῇ σκήτῃ τῆς Βεροίας, εἰς τὸ κτίριον τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ καὶ συνασκητοῦ Διονυσίου, καὶ ζητήσατε μετὰ πολλῶν δακρύων καὶ δεήσεων κανένα ἄξιον ἀδελφὸν διὰ νὰ προχειρίσετε Ἡγούμενον. Ἐὰν δὲ τέλος πάντων δὲν εὑρεθῇ οὐδὲ ἐκεῖ πρόσωπον ἄξιον λόγῳ τε καὶ ἔργῳ, ἂς γίνῃ καὶ ὅποιος ἐκλεγῇ ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα· πλὴν νὰ εἶναι εὐλαβὴς καὶ σώφρων καὶ ἄξιος Ἱερεύς. Πρὸς τούτοις νὰ μὴ ἔχῃ ἄδειαν κανεὶς ἀπὸ σᾶς τοὺς Μοναχοὺς νὰ πηγαίνῃ εἰς τὰς πανηγύρεις τῶν κοσμικῶν· διότι ὁ θεῖος νόμος προστάζει οὕτως· «Ἀββᾶς εἰς λιτὴν κοσμικοῦ καθίσας, ὡς νεκρὸν λογίζεται αὐτὸν ὁ Θεός». Ἀργὸς νὰ μὴ κάθηται ποτέ τις, ἀλλ’ ἢ νὰ προσεύχηται εἰς τὸ κελλίον του, ἢ νὰ ἀναγινώσκῃ τὰς θεοπνεύστους γραφάς, ἢ νὰ ἐργάζηται, ὁ μὲν ἐν ἀμπέλῳ, ὁ δὲ ἐν κήπῳ καὶ ἄλλος εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Διότι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει· «Μηδεὶς ἀργὸς ἐσθιέτω».