Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῷ τοῦ Καλλιστράτου ὄρει διαλάμψαντος.

Κατοικήσας λοιπὸν ὁ Ὅσιος εἰς τὴν ὑπώρειαν τοῦ ὄρους, καὶ βλέπων τὸ ἡσυχαστικὸν τοῦ τόπου, ηὐφραίνετο ὅτι εὗρε τὸν ποθούμενον τόπον τῆς ἡσυχίας του. Περιπατῶν δὲ τὸ πετρῶδες καὶ δύσβατον τοῦ τόπου ἐκείνου, ἔφθασεν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ, καὶ βλέπει ἄντικρυ τόπον ἁρμόδιον διὰ τὴν ἡσυχίαν του, ἔνθα ἐλθὼν εὗρε σπήλαιον ὑψηλὸν καὶ δυσανάβατον, εἰς τὸ ὁποῖον ἀνέβη μὲ πολὺν κόπον, ἔκτισε δὲ ἐκεῖ μικρὰν ἀνάπαυσιν, ἀνακαινίζων καὶ τὴν σεβασμίαν Μονὴν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (ἥτις ἵσταται ἕως τῆς σήμερον) καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν ὁ Ὅσιος μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως καὶ μὲ συντετριμμένην καρδίαν. Ἡ τροφή του δὲ ἦτο τὰ χόρτα καὶ ἀκρόδρυα, τὰ ὁποῖα παρῆγεν ἐκείνη ἡ ἔρημος, μὲ τὰ ὁποῖα ἐτρέφετο ὅσον μόνον διὰ νὰ ζῇ καὶ νὰ ἠμπορῇ νὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετήν. Διότι τόσους κόπους καὶ ταλαιπωρίας ὑπέμεινεν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νὰ τοὺς ἀπαριθμήσῃ καὶ νὰ τοὺς περιγράψῃ τις καταλεπτῶς· ἐπειδὴ πάντοτε ἐνέκρωνε τὴν σάρκα μὲ ἄκραν νηστείαν, μὲ ὁλονυκτίους προσευχάς, μὲ παντελῆ χαμευνίαν, καὶ σχεδὸν μὲ κάθε ἀρετὴν πνευματικὴν καὶ σωματικὴν στενοχωρίαν· ταῦτα μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ ὁ μισόκαλος διάβολος δὲν ἔπαυε νὰ τοῦ προξενῇ διαφόρους ἐπιβουλὰς καὶ πειρασμούς.

Μίαν δὲ νύκτα, καθὼς προσηύχετο ὁ Ἅγιος, μετεσχηματίσθη ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρὸς εἰς σχῆμα Αἰθίοπος, καὶ ἐπῆγε κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας γεγυμνωμένον ξίφος καὶ ἐφοβέριζε νὰ τὸν θανατώσῃ, ἂν ἴσως καὶ δὲν φύγῃ ἀπ’ ἐκεῖ. Ὁ δὲ Ὅσιος, γνωρίζων τὴν ἐπιβουλὴν τοῦ πονηροῦ, ἐποίησε τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ εὐθὺς ἀφανὴς ἐγένετο καὶ ὡς καπνὸς διελύθη. Ἄλλην νύκτα πάλιν ἦλθεν ὁ ἀλιτήριος μὲ πλῆθος δαιμόνων κατ’ αὐτοῦ, καὶ ἐφώναζον φοβερῶς, ἔτριζον τοὺς ὀδόντας, ἠπείλουν καὶ ἐπάσχιζον νὰ κατερειπώσουν τὸ σπήλαιον καὶ τὸ κελλίον του διὰ νὰ τὸν πλακώσῃ· ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ κάμουν τίποτε οἱ ἀνίσχυροι, ἐμποδιζόμενοι ὑπὸ τῆς θείας δυνάμεως. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Ὁσίου ἦλθον οἱ ψυχοφθόροι δαίμονες καὶ κατεκρήμνισαν ἐκεῖνο τὸ σπήλαιον, διὰ τὴν ἐχθρότητα ποὺ εἶχον πρὸς τὸν Ἅγιον, φοβούμενοι μὴ τύχῃ καὶ κατοικήσῃ ἐκεῖ πάλιν καὶ ἄλλος ἐνάρετος καὶ τοὺς καταπολεμῇ ὡς ὁ Ὅσιος. Ἄλλοτε πάλιν ἐπήγαιναν τὴν νύκτα, καὶ ἐγίνοντο ὡς κόρακες, φωνάζοντες μεγαλοφώνως, διὰ νὰ τὸν φοβίσουν. Ἄλλοτε ἐγίνοντο σκορπίοι, καὶ τὸν ἐπλήγωνον εἰς τοὺς πόδας, ὅταν προσηύχετο. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος ἦτο πάντοτε ἀκαταπτόητος, καὶ ἐστέκετο στερεὸς ὡς ἀδάμας, μὴ λαμβάνων ὑπ’ ὄψιν τὰς ταραχὰς καὶ πανουργίας τοῦ δυσμενοῦς, διότι ἦτο ὡπλισμένος μὲ τὴν θείαν δύναμιν καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ τὸν βλάψουν, ἀλλ’ ὡς ὑπὸ πυρὸς φλογιζόμενοι ἔφευγον ἔντρομοι.