Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῷ τοῦ Καλλιστράτου ὄρει διαλάμψαντος.

Αὐτὸς μὲν λοιπὸν τοιαῦτα ἐβουλεύετο, ὁ μακάριος, καὶ πολλάκις ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ λάβῃ το ἀγγελικὸν σχῆμα, διὰ νὰ πολιτευθῇ ἐναρέτως κατὰ τὸν πόθον του. Ἡ δὲ μήτηρ του ἐμελέτα νὰ τὸν νυμφεύσῃ ὡς μονογενῆ της υἱόν, διὰ νὰ ἀφήσῃ κληρονόμον τοῦ γένους της. Ἀλλ’ ὁ νέος δὲν ἤθελε παντελῶς νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν τοιαύτην βουλὴν τῆς μητρός του· ὅμως διὰ νὰ μὴ τὴν λυπήσῃ τῆς ἔδιδεν ἀναβολὴν καιροῦ, ἕως νὰ ἐπιτύχῃ αὐτὸς καιρὸν ἁρμόδιον, νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸν κόσμον, διὰ νὰ περιπατήσῃ τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τῆς μοναδικῆς ζωῆς, τῆς ὁποίας τὸ τέλος εἶναι εὐρύχωρον καὶ μακάριον.

Ὅταν λοιπὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εὗρε κόρην τινὰ πλουσίαν καὶ ὡραιοτάτην, ἀπὸ γένος εὐγενικόν, καὶ ἐσκέπτετο νὰ τὸν νυμφεύσῃ, ἔστω καὶ παρὰ τὴν θέλησίν του, τότε ὁ καρδιογνώστης Θεὸς μετέστησεν αὐτὴν εἰς τὰς αἰωνίους Μονὰς τῷ 1390, ἔμεινε δὲ οὕτως ὁ Ἅγιος ἐλεύθερος, διὰ νὰ κατορθώσῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἤθελεν. Ὅθεν ὁ Ἅγιος, εὐχαριστήσας τὸν Κύριον, ἤρχισεν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ πολιτεύεται μὲ ἐναρετωτέραν διαγωγήν, ἀγωνιζόμενος πάντοτε κατὰ τῆς σαρκός, μὲ νηστείας, μὲ χαμευνίας, μὲ ὁλονυκτίους προσευχὰς καὶ μὲ θερμότατα δάκρυα. Διεμοίραζε δὲ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ τὰ πατρικὰ του πλούτη εἰς τοὺς πένητας καὶ ὀρφανούς, διὰ νὰ τὰ εὕρῃ θησαυρισμένα εἰς τὴν οὐράνιον ἀποθήκην. Ἀπέκτησε δὲ τὴν ἀρετὴν τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς ὁποίας μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἠξιώθη νὰ τρυγήσῃ καὶ τὸν καρπὸν ὥριμον, νὰ ἐνδυθῇ, λέγω, τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τοῦ μονήρους καὶ ἀκτήμονος βίου, κατὰ τὸν διάπυρον πόθον του. Τότε δὲ ἀντὶ Νικόλαος μετωνομάσθη Νικάνωρ, θέλων νὰ σηκώσῃ εἰς τοὺς ὤμους του τὸν Σταυρόν, μὲ τὸν ὁποῖον ἤθελε φανῆ νικητὴς καὶ νὰ ἐγείρῃ τρόπαιον κατὰ τοῦ ἀντιπάλου διαβόλου.

Ἀφ’ οὗ λοιπὸν εἰσῆλθεν ὁ μακάριος ὑπὸ τὸν ἐλαφρὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ, τότε ἐπολλαπλασίασε καὶ τὰς ἀρετάς του, δὲν ἔπαυε δὲ πάντοτε ἀγρυπνῶν καὶ προσευχόμενος καὶ κάθε ἄλλην ἀρετὴν ἐργαζόμενος, ἀναβαίνων ἡμέραν ἐξ ἡμέρας τὴν θείαν κλίμακα τῶν ἀρετῶν. Ὥστε ἀκούων ὁ τότε Ἀρχιερεὺς τὴν λαμπροτάτην καὶ ἐνάρετον πολιτείαν του, τὸν προσεκάλεσε, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ ἀποδεχθῇ τὸ ἐπάγγελμα τῆς ἱερωσύνης. Αὐτὸς δὲ ὁ μακάριος, ὡς ταπεινόφρων, δὲν ἠθέλησε, νομίζων τὸν ἑαυτόν του ἀνάξιον τοῦ τοιούτου ἀξιώματος. Ὁ Ἀρχιερεὺς ὅμως, βλέπων τὴν ἔνθεον πολιτείαν του, τὸν ἐχειροτόνησε καὶ ἀκουσίως του, πρῶτον μὲν Διάκονον, ἔπειτα δὲ Πρεσβύτερον, καὶ τέλος τυπικάριον, διὰ νὰ ἐπιμελῆται ὡς ἔμπειρος τὴν εὐκοσμίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς διατάξεως.