Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ ἰαματικοῦ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ τοῦ νέου, τοῦ ζήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ωξβ’ (862) καὶ ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Εὐγενής τις ἀπὸ τὸ Ναύπλιον, Νικόλαος ὀνόματι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν, περὶ τὴν μεσημβρίαν, στέκων εἰς τὸ μέσον τῆς οἰκίας του ἔξαφνα ἔγινεν ἡμίξηρος, καὶ τὸ ἥμισυ μέρος τῆς κεφαλῆς του ὁμοῦ μὲ τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν καὶ τὸ οὖς, μὲ τὸν ἕνα ὦμον καὶ τὴν χεῖρά του, καὶ μὲ τὸ ἕνα πλευρὸν καὶ τὸν πόδα του, ἔμειναν παντελῶς ἀναίσθητα καὶ ἀνενέργητα, παρουσιάζων θέαμα ἐλεεινόν. Ὅθεν ἡ σύζυγός του, ὁ ἀδελφός του καὶ οἱ ἄλλοι συγγενεῖς του, συλλυπούμενοι καὶ συμπονοῦντες, προσεκάλεσαν τοὺς πλέον ἐξαιρέτους ἰατροὺς καὶ ἐζήτουν βοήθειαν. Ὅμως μὲ ὅσα καὶ ἂν ἔκαμαν οἱ ἰατροὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τοῦ κάμουν καμμίαν θεραπείαν. Τέλος πάντων, συμβουλευθέντες εὐλαβεῖς καὶ ἐναρέτους ἄνδρας, ἀπεφάσισαν νὰ προστρέξουν εἰς τὸν ἰαματικὸν Θεοδόσιον, ἑτοιμάσαντες δὲ κράββατον ἔβαλαν ἐπάνω τὸν ἀσθενῆ καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ὁσίου, ἔνθα τελέσαντες ὁλονύκτιον προσευχὴν καὶ δοξολογίαν καὶ τὸ πρωῒ τὴν θείαν ἱερουργίαν, ἐπεκαλέσθησαν μετὰ πίστεως τὸν Ὅσιον εἰς βοήθειαν. Μετὰ δὲ τὸ δειλινόν, σηκώσαντες αὐτὸν μὲ τὸν κράββατον, τὸν ἔφεραν κοντὰ εἰς τὸ κάστρον τοῦ Ναυπλίου καὶ τὸν ἄφησαν ἐκεῖ, διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν ὀλίγον. Ἔπειτα, ὅταν ἐδοκίμασαν νὰ τὸν σηκώσουν πάλιν, εὐθὺς ἠγέρθη ἐκεῖνος μόνος ἀπὸ τὸν κράββατον, λέγων· «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Θεοδόσιε, βοήθει μοι», καὶ ἐστάθη εἰς τοὺς πόδας του ὀρθός. Καὶ ἀμέσως, ὦ θαῦμα! ἐγνώρισε τὸν ἑαυτόν του ὅλον ὑγιᾶ καὶ δὲν εἶχε πλέον κανὲν σημεῖον ἀπὸ τὸ πάθος ἐκεῖνο, οὕτω δὲ περιπατῶν μὲ τοὺς πόδας του εἰσῆλθεν εἰς τὸ Ναύπλιον, δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ὅσιον καὶ ἔμεινεν ὑγιὴς ἕως τέλους, κάμνων πολλὰς ὁδοιπορίας διὰ ξηρᾶς καὶ διὰ θαλάσσης εἰς διαφόρους τόπους, κηρύττων εἰς ὅλους τὸ παράδοξον θαῦμα, ὅπου ἔκαμεν εἰς αὐτὸν ὁ μέγας Θεοδόσιος.

Εἷς εὐλαβὴς Ἱερεὺς ἀπὸ τὸ Ναύπλιον, Ἀντώνιος καλούμενος, ἠσθένησε βαρέως καὶ ἦτο κλινήρης πολὺν καιρόν. Ἐκεῖ δὲ ὅπου ἦτο κατάκοιτος παρουσίασε φοβερὰν πληγὴν εἰς τὸ ὑπογάστριον, τὸ ὁποῖον ἐπρήσθη πολὺ καὶ τοῦ ἐπροξένει πόνους σφοδρούς. Ἀπὸ τὸ ἀθεράπευτον ἐκεῖνο πάθος συνεστάλη τὸ ἕνα πόδι του καὶ ἔμεινε χωλός. Ἀπελπισθεὶς ἀπὸ ἀνθρωπίνην βοήθειαν, κατέφυγεν εἰς τὸν Ὅσιον, μὴ δυνηθεὶς δὲ νὰ ὑπάγῃ μὲ τοὺς πόδας του, ὡδηγήθη καὶ αὐτὸς φορτωμένος εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ὁσίου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».