Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ ἰαματικοῦ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ τοῦ νέου, τοῦ ζήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ωξβ’ (862) καὶ ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

καθὼς λοιπὸν ὥρμησαν καὶ οἱ δύο, ὁ εἷς ἐναντίον τοῦ ἄλλου, βλέπων ὁ Γερμανὸς τὸ μέτωπον τοῦ Ποζίκη γυμνόν, τὸν ἐκτύπησεν ἐκεῖ μὲ τὸ ἀκόντιόν του καὶ ἔσχισε μὲν τὸ δέρμα τοῦ μετώπου του καὶ ἐπλήγωσεν ὀλίγον καὶ τὸ κόκκαλον, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐσάλευσε παντελῶς ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο ἐπάνω εἰς τὸν ἵππον. Ὅθεν φωνάζων ὁ Ποζίκης «Ὁ Θεὸς τοῦ Θεοδοσίου βοήθει μοι» ἐκτύπησε μὲ τὸ δόρυ του τὸν Γερμανὸν εἰς τὸ στῆθος καὶ εὐθὺς τὸν ἔρριψεν ὀπίσω ἀπὸ τὸν ἵππον του κατὰ γῆς ὕπτιον, καταβαίνων δὲ ἀπὸ τὸν ἵππον του ἔκοψε τὴν κεφαλήν του, καὶ δένων τοὺς πόδας του εἰς τὸν ἵππον του τὸν ἔδωκεν εἰς τὸν δοῦλόν του, διὰ νὰ τὸν σύρῃ κατὰ γῆς ἐμπρὸς ἀπὸ τὰς σκηνὰς τῶν δύο στρατευμάτων· αὐτὸς δὲ ἱππεύσας πάλιν τὸν ἵππον του καὶ κρατῶν εἰς τὴν χεῖρά του τὸ μέρος ὅπου ἀπέμεινε ἀπὸ τὸ δόρυ του, τὸ ὁποῖον συνετρίβη εἰς τὸ στῆθος τοῦ Γερμανοῦ, καὶ περιτριγυρίζων τὰς σκηνὰς ὅπου ἐσύρετο ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸν δοῦλόν του, ἔκαμε λαμπρῶς τὸν θρίαμβον καὶ τὴν ἐπίδειξιν τῆς νίκης· ἔπειτα ἐπιστρέψας εἰς τὴν σκηνήν του ἔστειλε τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ δόρατος ποὺ ἀπέμεινε καὶ ἔκαμε μίαν λαμπάδα ἄσπρην, ἴσην εἰς τὸ μάκρος, καὶ ἀγοράζων καὶ ἄλλα εἴδη ἁρμόδια εἰς εὐπρέπειαν τοῦ σεβασμίου Ναοῦ τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τὰ ἔστειλεν εἰς αὐτὸν μετ’ εὐχαριστίας πολλῆς.

Εἰς τὰ περίχωρα τοῦ Ἄργους ἦτο ἕνας Ἀγαρηνός, Βοϊβόδας κατὰ τὴν γλῶσσάν των καλούμενος, κατὰ τὸν καιρὸν δὲ τοῦ θέρους περιερχόμενος ὁμοῦ μὲ τοὺς γραμματικούς του ὅλα τὰ ἐσπαρμένα κτήματα τὰ ἀπεδεκάτιζε καὶ τὰ ἔγραφεν. Ἐρχόμενος εἰς ἓν χωρίον, Ζαλέβην ὀνομαζόμενον, καὶ κάμνων καὶ ἐκεῖ τὸ διατεταγμένον, ἔφθασεν ἡ ὥρα τοῦ γεύματος· ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ τόπος ἁρμόδιος διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ ἀναπαυθῇ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, εἶδεν ἀπὸ μακρὰν τὸν Ναὸν τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου καὶ εἶπεν εἰς τοὺς γραμματεῖς του (οἱ ὁποῖοι ἦσαν Χριστιανοί)· «Ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν σας, διὰ νὰ γευματίσωμεν ἐκεῖ καὶ ν’ ἀναπαυθῶμεν ἕως νὰ παρέλθῃ τὸ καῦμα, καὶ τὸ δειλινὸν ἐξερχόμεθα πάλιν εἰς τὸ ἔργον μας». Μεταβάντες δὲ ἐκεῖ καὶ ἐμβάντες εἰς τὸν Ναόν, ἔβαλαν τράπεζαν καὶ ἐκάθησαν νὰ φάγουν. Ὁ δὲ Ἀγαρηνός, βλέπων μίαν κανδήλαν ὡραίαν, ποὺ ἦτο κρεμασμένη ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ἐπειδὴ τοῦ ἤρεσε, λέγει εἰς τὸν δοῦλόν του· «Πάρε τὸ γυαλὶ ἐκεῖνο καὶ πλύνε το καλὰ καὶ φέρε το εἰς ἐμέ, διὰ νὰ πίνω κρασὶ μὲ αὐτό».


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».