Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ ἰαματικοῦ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ τοῦ νέου, τοῦ ζήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ωξβ’ (862) καὶ ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Εἷς δὲ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς του, φιλόθεος ὢν καὶ ἔχων μεγάλην εὐλάβειαν πρὸς τὸν Ὅσιον, Γαβρᾶς ἐπικαλούμενος, ζήλῳ θείῳ κινούμενος, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Μὴ πάρῃς τίποτε ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ Ὁσίου, διὰ νὰ μὴ μᾶς εὕρῃ κανὲν κακόν». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε· «Καὶ τί δύναται οὗτος, ἕνας καλόγερος ἀποθαμένος, νὰ κάμῃ εἰς ἐμέ, ὅπου εἶμαι ζωντανὸς καὶ αὐθέντης;». Ἀλλ’ ὁ Γαβρᾶς τοῦ ἠναντιώνετο περισσότερον διὰ νὰ μὴ τὸ πάρῃ, ἐνῷ ὁ Ἀγαρηνὸς δικαιολογούμενος, ὅτι ἔχει ἐξουσίαν, ἐπέμενε νὰ τὸ πάρῃ. Ἠγέρθη τότε ὁ Γαβρᾶς ἀπὸ τὴν τράπεζαν καὶ τοῦ λέγει· «Ἐὰν ἔχῃς γνώμην νὰ τὸ πάρῃς, δὸς εἰς ἐμὲ ἄδειαν νὰ ὑπάγω εἰς τὴν οἰκίαν μου καὶ τότε κάμε ὅ,τι θέλεις· διότι εἶμαι βέβαιος, ὅτι δὲν θέλει μᾶς ἀφήσει ὁ Ἅγιος νὰ ὑπάγωμεν μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν οἰκίαν μας». Ὅθεν, καθὼς εἶδεν ὁ Ἀγαρηνὸς τὸν Γαβρᾶν, πῶς ὑπερασπίζει μὲ τόσην θερμότητα τὸ κανδήλι τοῦ Ἁγίου, εἶπεν εἰς τὸν δοῦλόν του περιπαικτικῶς· «Ἄφησέ το λοιπόν, διὰ νὰ μὴ σκανδαλίσωμεν τὸν γραμματέα μας». Ὁπόταν δὲ ἤθελαν νὰ ἀναχωρήσουν ἐκεῖθεν, εἶπε κρυφίως εἰς τὸν δοῦλόν του· «Πάρε τὸ γυαλὶ ἐκεῖνο, χωρὶς νὰ σὲ ἰδῇ τις, καὶ φέρε το εἰς τὴν οἰκίαν μου». Ὁ δὲ δοῦλος του ἔκαμε καθὼς τὸν ἐπρόσταξε.

Τὸ βράδυ, πηγαίνων ὁ Ἀγαρηνὸς εἰς τὴν οἰκίαν του, ἐδείπνησε καὶ ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ. Τότε βλέπει ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἔλεγε καλόγερον ἀποθαμένον, ἤτοι τὸν Ὅσιον Θεοδόσιον, τὸν βλέπει ζωντανόν, λαμπρὸν καὶ φοβερόν, ὅπου ἐστέκετο ἐπάνω του, καὶ ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρά του ράβδον, μὲ τὴν ὁποίαν κατάστηθα τὸν ἐκεντοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε· «Τί σοῦ φαίνεται; ἀποθαμένου πρᾶγμα ἐπῆρες ἢ ζωντανοῦ; ἰδοὺ ὅτι ἦλθον ἐγὼ διὰ νὰ σοῦ δείξω ποῖος εἶσαι σὺ καὶ ἡ δύναμίς σου, καὶ ποῖοι εἶναι οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ μου, οἱ ὁποῖοι, καὶ ἀφ’ οὗ ἀποθάνουν, ζοῦν μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ δύνανται νὰ θανατώσουν ἐλεεινῶς σέ, ὅστις νομίζεις ὅτι ζῇς, ὅμως εἶσαι νεκρὸς κατὰ τὴν ψυχήν». Ταῦτα δὲ εἰπὼν πρὸς τὸν βάρβαρον ἐκεῖνον, τοῦ ἔσφιγξε τὸν λαιμόν, καὶ παρευθὺς ἐπρήσθησαν οἱ ὀφθαλμοί, του, ἐμελάνιασε τὸ προσωπόν του, ἐκρεμάσθη ἡ γλῶσσά του ἔξω ἀπο τὰ χείλη του καὶ ἐξέβαλλε φωνὰς ἀγρίας, ὡς χοῖρος σφαζόμενος.

Ἀκούσαντες οἱ ἄνθρωποι τῆς οἰκίας τὰς φωνάς, ἔτρεξαν εὐθὺς ἐκεῖ ὅπου ἐκοιμᾶτο, καὶ βλέποντες ὅτι ἐκείτετο θέαμα ἐλεεινόν, τὸν ἐρωτοῦσαν τί ἔχει καὶ τί ἔπαθε. Ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἠδύνατο νὰ τοὺς λαλήσῃ ἄλλο τι, παρὰ μετὰ βίας ἐφώναζε· «Τὸν Γαβρᾶν, τὸν Γαβρᾶν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».