Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ ἰαματικοῦ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ τοῦ νέου, τοῦ ζήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ωξβ’ (862) καὶ ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἐξυπνήσας ὁ μακάριος Πέτρος ἔντρομος, καὶ διαλογιζόμενος ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶδεν εἰς τὸ ὅραμά του, μετενόησε διὰ τὴν ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν ἔλαβε, νὰ ἐξορίσῃ τὸν Ὅσιον. Ἐνῷ δὲ διελογίζετο ταῦτα, ἦλθεν εἰς αὐτὸν εἷς ὑπηρέτης τοῦ Πατριάρχου, καὶ τὸν προσεκάλεσε νὰ ὑπάγῃ εἰς αὐτόν· διότι τὴν ἰδίαν ὥραν ὅπου ἔβλεπεν ὁ θεῖος Πέτρος εἰς τὸ ὅραμά του ταῦτα, ἐφάνη ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καὶ εἰς τὸ ὅραμα τοῦ Πατριάρχου, καὶ τοῦ ἐφανέρωσεν ὅλην τὴν ὑπόθεσιν, εἰπὼν εἰς αὐτὸν νὰ παραγγείλῃ νὰ μὴ κινῆται ἀδίκως ἐναντίον του ὁ Μητροπολίτης, διὰ νὰ μὴ παροργίσῃ τὸν Θεὸν καὶ γίνῃ αἴτιος βλάβης εἰς πολλοὺς Χριστιανούς. Ἐρωτήσας δὲ αὐτὸν ὁ Πατριάρχης, ποῖος εἶναι, τοῦ εἶπεν, ὅτι εἶναι ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Θεοδόσιος, ὅστις εὑρίσκεται εἰς τὰ ὅρια τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἄργους. Ἔξυπνος γενόμενος ὁ Πατριάρχης προσεκάλεσεν εὐθὺς τὸν Πέτρον· ὁ ὁποῖος πηγαίνων εἰς τὸν Πατριάρχην, καὶ ἐρωτηθεὶς ἀπὸ αὐτόν, ἐὰν εὑρίσκεται εἰς τὴν ἐπαρχίαν τού τις, Θεοδόσιος καλούμενος, καὶ ἐὰν ἔδειξεν εἰς αὐτὸν κανὲν λυπηρόν, τοῦ ἀπεκρίθη· «Ναί, ἁγιώτατε Δέσποτα, εἰς τὴν ἐπαρχίαν μου εἶναι ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Θεοδόσιος». Τοῦ διηγήθη τότε λεπτομερῶς ὅλην τὴν ὑπόθεσιν, λέγων εἰς αὐτὸν ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα ὅπου εἶδε πρὸ ὀλίγου εἰς τὸ ὅραμά του· τότε καὶ ὁ Πατριάρχης ἐφανέρωσεν εἰς τὸν Πέτρον ἐκεῖνα ὅπου εἶδε καὶ ἐκεῖνος εἰς τὸ ὅραμά του· οὕτω δὲ ἐπληροφορήθησαν καὶ οἱ δύο, ὅτι εἶναι Ἅγιος ὁ Θεοδόσιος, καὶ ὅτι ἔχει μεγάλην παρρησίαν πρὸς τὸν Θεόν. Ὅθεν ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν ἀξίως δοξάζοντα τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας· ἔπειτα παρήγγειλεν ὁ Πατριάρχης εἰς τὸν θεῖον Πέτρον, ὅτι, ὅταν ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, νὰ προσφέρῃ ἐκ μέρους του εὐλαβῶς μετάνοιαν εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ νὰ τοῦ εἴπῃ νὰ πρεσβεύῃ ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον. Πάλιν δὲ τὴν ἡμέραν ὅπου ἐπρόκειτο νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ μακάριος Πέτρος, τοῦ παρήγγειλεν ἐκ δευτέρου ὁ Πατριάρχης τὰ ἴδια.

Ὅθεν πηγαίνων ὁ θεῖος Πέτρος εἰς τὴν Πελοπόννησον, δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλο μέρος, πρὸ τοῦ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Ὅσιον Θεοδόσιον, καὶ διὰ νὰ πληρώσῃ τὴν παραγγελίαν τοῦ Πατριάρχου, καὶ διὰ νὰ ζητήσῃ συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Ἅγιον διὰ τὴν ἐξορίαν, τὴν ὁποίαν ἐμελέτησε νὰ τοῦ ἐπιβάλῃ ἐξ ἀπάτης.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».