καὶ τὸ θαυμασιώτατον, ἔμενον εἰς ἓν κελλίον, ἔτρωγον εἰς μίαν τράπεζαν, εἰργάζοντο ὁμοῦ, ἢ εἰς τὸν μῦλον ἤλεθαν, ἢ ἐζύμωναν, ἢ ἐφούρνιζαν, ἢ ἄλλην τινὰ ὑπηρεσίαν ἔκαμναν, καὶ πάλιν δὲν ἐτόλμησε καμμία ἀπὸ αὐτὰς νὰ καταφρονήσῃ τὴν ἐντολὴν ἢ ἀπὸ λήθην νὰ λησμονήσῃ νὰ ὁμιλήσῃ τῆς ἄλλης πώποτε.
Λάβετε ἀπὸ αὐτὴν τὴν μακαρίαν, σᾶς παρακαλῶ, παράδειγμα, ὅσοι καὶ ὅσαι εἶσθε εἰς Μοναστήριον, συλλογισθῆτε ποίαν καρδίαν νὰ εἶχεν ἡ Θεοδώρα μὲ τὸ τέκνον της τὰ δεκαπέντε ἔτη ἐκεῖνα, ὅπου δὲν συνωμίλουν λέξιν. Τὶ μάχαιρα δίστομος συνέκοπτε τὰς καρδίας των; Καὶ ποῖον πῦρ τὰ σπλάχνα των ἔφλεγεν; Ὅταν ἐτύγχανε μάλιστα νὰ κάμῃ ἡ μία βαρεῖαν τινὰ ὑπηρεσίαν, καὶ ἤθελε νὰ εἴπῃ τῆς ἄλλης νὰ τὴν βοηθήσῃ καὶ δὲν ἠδύνατο! Ὦ! ποσάκις τὰς παρεκίνει ἀοράτως ὁ φθονερὸς διάβολος νὰ παραβῶσι ταύτην τὴν σωτήριον ἐντολήν! Καὶ αὗται μετὰ δακρύων προσηύχοντο εἰς τὸν Θεὸν λέγουσαι· «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματι μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου». Καὶ οὕτω ὑπέμειναν, καὶ δὲν ἐγόγγυσαν κατὰ τῆς Ἡγουμένης, καὶ δὲν τὴν κατέκριναν πώποτε, οὔτε τὴν παρεκάλεσαν νὰ τὰς λύσῃ ἀπὸ τὴν φρικτὴν αὐτὴν ἐπιτίμησιν, ἀλλὰ παρηγόρει ἑκάστη ἑαυτὴν λέγουσα· «Ὑπομένουσα ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι».
Ὅταν λοιπὸν ἐτελείωσαν χρόνοι δεκαπέντε μετὰ τὴν φρικτὴν καὶ ἐξαίσιον ταύτην ἐπιτίμησιν, ἠσθένησεν ἡ μακαρία Θεοδώρα. Τότε ἅπασαι αἱ μονάζουσαι ἀδελφαὶ παρεκάλεσαν τὴν Ἡγουμένην νὰ τὰς λύσῃ ἀπὸ τὸν δεσμὸν καθὼς ἔπρεπεν. Ἡ ὁποία τὰς εἶχε νουθετήσει πρότερον, νὰ μὴ ἔχωσι πλέον ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλην καμμίαν συμπάθειαν καὶ ἀγάπην συγγενείας τελείως, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀπαθεῖς καὶ ἀπείρακτοι ἀπὸ τὸν δεσμὸν καὶ τὸν θεσμὸν τῆς φύσεως. Πλὴν τότε τὰς ἐσυγχώρησε καὶ ἐλάλησαν. Ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἐτελεσφόρησαν καὶ συνωμιλοῦσαν ὡς ξέναι καὶ ἀλλότριαι, ὡς νὰ μὴ εἶχον τὸ αὐτὸ συγγενικὸν αἷμα. Οὔτε ἐκάλεσεν ἡ μία τὴν ἄλλην μητέρα ἢ θυγατέρα, ἀλλὰ κυρίαν, καθὼς ἐκάλουν καὶ τὴν λοιπὴν ἀδελφότητα. Κατεπάτησε λοιπὸν τοῦ λοιποῦ ἡ ἀοίδιμος Θεοδώρα πᾶν ὕψωμα κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας παντάπασι καὶ ὅλα τὰ πάθη, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου τὴν ὡδήγει καὶ διεφύλαττεν. Ἦτο δὲ κατὰ τὸν Παῦλον νεκρὰ εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἔζη μόνον ἐν τῷ Χριστῷ, διὰ νὰ ζήσῃ ζωὴν αἰώνιον. Ἵνα δὲ βεβαιωθῆτε τὴν ἀλήθειαν, θὰ γράψωμεν ἐνταῦθα ἕνα ἐκ τῶν θαυμασίων ἀγώνων τῆς ἀειμνήστου Θεοδώρας.