ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ πολλάκις, ὅταν ἦτο ἀνάγκη, βαστάζουσα ἢ ξύλα ἢ τροφὰς καὶ ὅ,τι ἄλλο εἰς τὸν ὦμον, καὶ μὴ κενοδοξοῦσα τελείως. Ὅταν δὲ τὴν ἔβλεπε γνώριμός τις καὶ τῆς ἔκαμνε παρατηρήσεις νὰ μὴ καταφρονῇ τοσοῦτον τὴν εὐγένειαν τοῦ γένους της, αὕτη ὡς νὰ ἦτο κωφὴ δὲν ἤκουε καὶ ὡς νὰ ἦτο ἄλαλος δὲν ἤνοιγε τὸ στόμα της. Οὕτω τὴν κοσμικὴν τιμὴν κατεφρόνησε καὶ τὴν σάρκα τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ὀρέξεων ἐνέκρωσεν. Εἶχε δὲ καὶ τὴν φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν προθύμως ἐφιλοκάλει καὶ ἐκαθάριζε, καὶ δὲν ἔλειπεν ἐκεῖθεν νυχθημερόν. Ὅθεν καὶ ἀνεδείχθη ὄντως ὡς τὸ δένδρον ἐκεῖνο (κατὰ τὸν Δαβὶδ) τὸ καρποφόρον, τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, καὶ ἐφύλαττεν ὅλας τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου ἐπιμελέστατα.
Ὁ δὲ φθονερὸς διάβολος, βλέπων τὴν πολλήν της προκοπήν, ἐζήτει νὰ τὴν παγιδεύσῃ καὶ ἐνήδρευε καθ’ ἑκάστην μὲ μηχανὰς νὰ χαλαρώσῃ τὴν προθυμίαν της· μὴ δυνάμενος δὲ ἄλλως νὰ τὴν πειράξῃ τὴν παρεκίνει νὰ ἐπιμελῆται ὡς μήτηρ τὴν θυγατέρα της· διότι ἐκεῖ εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον εἶχεν ἔλθει καὶ ἡ Θεοπίστη, μετὰ τὴν τελευτὴν τῆς ἀναδόχου της Αἰκατερίνης, προσληφθεῖσα ὑπὸ τῆς Θεοδώρας εἰς τὸ κελλίον της, τὴν ἠγάπα δὲ ὡς τέκνον της· καὶ βλέπουσα αὐτὴν ἐνδεδυμένην ξεσχισμένα καὶ καταφρονεμένα ἱμάτια ἐλυπεῖτο, καὶ ἐφανέρωσε τὴν λύπην της πρὸς τὴν Ἡγουμένην, οὕτω λέγουσα· «Δὲν ὑποφέρω νὰ βλέπω, κυρία μου, τὸ θυγάτριόν μου μὲ παλαιόρρασα καταξεσχισμένα σκεπόμενον, καὶ μὲ ὀλίγον φαγητὸν τρεφόμενον· ὅθεν στεῖλέ το εἰς ἄλλο Μοναστήριον, νὰ μὴ τὸ βλέπω νὰ φλογίζωνται τὰ σπλάγχνα μου, ὅτι μήτηρ εἶμαι καὶ τὸ ἀγαπῶ κατὰ φύσιν ὡς τέκνον μου».
Ἡ δὲ Ὁσία ἐκείνη Ἄννα ἐννόησεν, ὡς πρακτικὴ ὅπου ἦτο, τὰς ἐνέδρας τοῦ δαίμονος καὶ τῆς εἶπεν· «Ὁ Δεσπότης μᾶς ἐπρόσταξε νὰ μὴ μεριμνῶμεν διὰ ἐνδύματα καὶ βρώματα, τὰ ὁποῖα ζητοῦν οἱ εἰδωλολάτραι, ἀλλὰ νὰ τοῦ δουλεύωμεν καὶ νὰ τὸν ἀγαπῶμεν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας, νὰ φορῶμεν τὴν ἀνεπαίσχυντον στολὴν τῆς ἀρετῆς φυλάττοντες τὰ θεῖα προστάγματά του, καὶ διὰ τὸ σῶμα νὰ μὴ μᾶς μέλῃ τίποτε δι’ αὐτὸ ἐνεδύθημεν τοῦτο τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Ἐὰν λοιπὸν ἤθελες νὰ τρώγῃ καλὰ καὶ νὰ πίνῃ καλλίτερα ἡ θυγάτηρ σου, νὰ φορῇ καὶ μαλακὰ ἱμάτια, ἂς τὴν ὑπάνδρευες. Τὶ ὅμως ἔχει νὰ κάμῃ ἡ Μοναχὴ μὲ τὴν ὑπανδρείαν; Ποία συμφωνία ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σκότους;