Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου ΝΗΦΩΝΟΣ, τοῦ ἐν τῇ κατὰ τὸν Ἄθω κονοβιακῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἀσκήσαντος καὶ γενομένου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἐν ἔτει ͵αυξ’ (1460) ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.

Ἀφοῦ δὲ ἐχειροτονήθη ἀρχιερεὺς ὁ ἱερὸς Ζαχαρίας, μετά τινας ἡμέρας ὁ μακάριος Νήφων ἐζήτει νὰ τοῦ δώσῃ τὴν εὐλογίαν του, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ ἡσυχάσῃ, ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς εἶπε πρὸς αὐτόν· «Τώρα εἶχον χρείαν μεγάλην νὰ σὲ ἔχω εἰς τὴν συνοδείαν μου, τέκνον, διὰ νὰ παρηγοροῦμαι καὶ νὰ ἐλαφρύνωμαι ἀπὸ τὸ βάρος, ποὺ ἀνέλαβον εἰς τοὺς ὤμους μου μὴ θέλων, καὶ τώρα ζητεῖς νὰ μὲ ἀφήσῃς; Εἰς καιρὸν ἀνάγκης χρειάζονται οἱ φίλοι καὶ τὰ τέκνα, διὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς κινδυνεύοντας πατέρας. Μὴ μὲ στερήσῃς, τέκνον μου Νήφων, τῆς πανολβίας σου θέας». Ἐνῷ δὲ ὁ Ἀρχιερεὺς ἔλεγε μετὰ δακρύων ταῦτα, ἔτρεχον ποταμηδὸν τὰ δάκρυα ἀπὸ τὸν θεῖον Νήφωνα, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποκριθῇ. Ἔμειναν δὲ τὴν νύκτα ἐκείνην καὶ οἱ δύο ἀγρυπνοῦντες, καὶ πρὸς τὸ λυκαυγὲς ἀποκοιμηθεὶς ὁ Ἀρχιερεὺς εἶδεν εἰς τὸ ὅραμά του Ἅγιον Ἄγγελον, ὅστις τοῦ εἶπε νὰ ἀφήσῃ τὸν Νήφωνα νὰ ὑπάγῃ ὅπου βούλεται, ὅτι εἶναι σκεῦος ἐκλεκτὸν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Τὸ πρωΐ, κάμνων εὐχὴν ὁ Ἀρχιερεύς, ἀπέλυσε τὸν θεῖον Νήφωνα, λέγων· «Ὕπαγε, ὦ τέκνον, ὅπου σὲ ὁδηγήσῃ ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον παρακαλῶ ὁ ἀνάξιος νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ σὲ ἴδω πάλιν εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ὅταν θέλῃ ἡ θεία του πρόνοια».

Τότε ὁ μακάριος Νήφων, λαβὼν συνοδοιπόρον τὴν εὐχὴν τοῦ Ἀρχιερέως, ἔτρεχεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς ἀετὸς ὑπόπτερος, ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν σεβασμίαν Μονὴν τοῦ Βατοπαιδίου καὶ προσκυνήσας τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐζήτησε καὶ εὗρεν ἐκεῖ πολλοὺς ἐναρέτους ἄνδρας, τῶν ὁποίων ἔγινε πρόθυμος ζηλωτής· ἔπειτα πηγαίνων εἰς τὰς Καρυὰς συνήντησε τὸν πρῶτον τοῦ Ὄρους, Δανιὴλ καλούμενον, ἄνθρωπον ἐνάρετον πολλὰ καὶ διακριτικόν· ὁ ὁποῖος ἰδὼν αὐτὸν ἐχάρη πολλὰ καὶ ἀσπασάμενος αὐτὸν εἶπεν· «Ἐγώ, ὦ σοφώτατε Νήφων, ἔμαθον ἀπὸ πολλοὺς περὶ σοῦ καὶ παρεκάλουν τὸν Θεὸν νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ σὲ ἴδω πρὸ τοῦ θανάτου μου, καὶ ἰδοὺ ὅτι ὁ Πανάγαθος εἰσήκουσε τὴν ταπεινήν μου δέησιν· ὅθεν παρακαλοῦμέν σε νὰ διδάξῃς τοὺς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι ἐσυνάχθησαν προθύμως διὰ σέ». Ὁ δὲ ταπεινόφρων Νήφων ἔλεγεν· «Δὲν εἶμαι ἄξιος, Ὁσιώτατοι Πατέρες, νὰ δίδω ἰατρικὰ εἰς τοὺς ὑγιεῖς καὶ ἐμπείρους ἰατρούς, ἀλλ’ ἐγὼ μάλιστα χρειάζομαι θεραπείαν ἀπὸ αὐτούς». Τότε τοῦ λέγει ὁ θεῖος Δανιήλ· «Δὲν πρέπει νὰ φυλάττῃς τοὺς θείους λόγους μόνον διὰ σέ, πάτερ, ἀλλὰ νὰ τοὺς μεταδίδῃς καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, διὰ νὰ τοὺς ὠφελῇς».


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὗτος, ὡς ἐν ἀρχῇ εἴπομεν, εἶναι ὁ Ἱερομόναχος Γαβριήλ, ὁ τότε πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.