Ἀλλὰ παρ’ ὅλον ὅτι ἔγινε θησαυροφυλάκιον ὅλων τῶν ἀρετῶν, τόσον πολὺ ἠγάπησε τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοήν, ὥστε ἤθελε νὰ ὑπηρετῇ προθύμως, ὅσον ἦτο δυνατὸν εἰς αὐτόν, εἰς πᾶσαν ἀνάγκην ὄχι μόνον τὸν Προεστῶτα ἀλλὰ καὶ ὅλην τὴν ἀδελφότητα. Πρὸς τούτοις δὲν ηὐχαριστεῖτο πλήρως, ἂν δὲν ὑπηρέτει, ὡς δοῦλος, καὶ ὅλους τοὺς ξένους Μοναχούς, ὅσοι ἤρχοντο ἐκεῖ· διότι οὗτος πράγματι ἐφήρμοζε μὲ τὰ ἔργα, χωρὶς καμμίαν ὑπόκρισιν, τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν λέγουσαν· «Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔστω πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» (Μάρκ. θ’ 35).
Ὅθεν διὰ τὰς ἀρετάς του ταύτας δὲν ὑπῆρχε κανείς, ὅστις νὰ μὴ ἐθαύμαζεν ἑξαιρετικῶς καὶ νὰ μὴ ἐπήνει τον θεῖον τοῦτον Μάρκον. Δὲν ὑπῆρχε κανείς, ὅστις βλέπων ἔστω καὶ διὰ μίαν καὶ μόνην φορὰν τὴν μορφήν του, ἥτις ἀπέπνεεν εὐωδίαν πνευματικήν, νὰ μὴ ἐλάμβανεν ἀπὸ αὐτὴν ἁγιασμὸν εἰς τὴν ψυχήν του καὶ νὰ μὴ εἶχε τοῦτον τὸν Ὅσιον παράδειγμα, ἵνα κατασταθῇ καὶ ἐκεῖνος ταπεινόφρων, ὅπως ὁ θεῖος Μάρκος, ὅστις καὶ ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς γῆρας βαθὺ ἤθελε νὰ κάμῃ τὰς ἰδίας ἀσκήσεις μὲ πολλήν του χαράν, μὴ ὑπολογίζων καθόλου τὸ γῆρας του, ἢ ἀδυναμίαν, ἢ ἄλλην καμμίαν αἰτίαν, ἥτις νὰ τὸν ἠμπόδιζεν, ἀλλ’ ἔκαμνε πάντοτε μὲ προθυμίαν πᾶσαν διακονίαν, ἀκόμη καὶ τὴν τοῦ φρέατος, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἤντλει τὸ ὕδωρ καὶ τὴν τοῦ μαγειρείου καὶ πᾶσαν ἄλλην χωρὶς οὐδέποτε νὰ βαρυνθῇ καὶ νὰ ἀμελήσῃ. Ὁ δὲ πανάγαθος Κύριος, ὅστις μακαρίζει τοὺς ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ βλέπων τὴν τόσην ταπεινοφροσύνην του, τὸν ὕψωσεν εἰς τόσην δόξαν, ὥστε πλουσίως φωτισθεὶς ἀπὸ τὴν θείαν Χάριν, ἔγινε λαμπρότατον ὄργανον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι, ἐπιτυχὼν νὰ φθάσῃ εἰς τὸν ἀτάραχον καὶ ἥσυχον λιμένα καὶ νὰ ἑνώσῃ ὅλως διόλου τὴν ἔφεσίν του μὲ τὸν Θεόν, διελέγετο μόνος μὲ μόνον τὸν Θεὸν καὶ ηὐφραίνετο ἀνεκδιηγήτως ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, μετέδιδε δὲ καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους μεγάλην ψυχικὴν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὸν ἁγιασμόν, ὅστις ὑπῆρχεν εἰς αὐτόν.
Τὸ χάρισμα τοῦτο τοῦ μακαρίου Μάρκου ἐγνώρισα καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος προσωπικῶς ἀπὸ τὴν μακράν μας γνωριμίαν, καθόσον ἠξιώθην νὰ γίνω καὶ ἐγὼ συγκάτοικος καὶ ὁμοδίαιτος τούτου καὶ διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶχον πάντοτε τὸ αὐτὸ φρόνημα καὶ τὴν αὐτὴν γνώμην κατὰ πάντα μετ’ αὐτοῦ. Διότι ἐξ ἀρχῆς τῆς γνωριμίας ἡμῶν ἠγάπησα ὁλοψύχως καὶ ἐτίμησα μὲ κάθε σέβας καὶ εὐλάβειαν τὴν φιλίαν του.