Τὴν ἐπιστολὴν ταύτην ἀναγνώσας ὁ Γερμανός, προσῆλθεν εὐθὺς εἰς τὸν Ἡγούμενον καὶ ἐπέδειξε ταύτην πρὸς αὐτόν. Ὁ δὲ Ἡγούμενος ἔστειλεν αὐτὸν πάραυτα πρὸς τὸν Ἀθανάσιον, ὅστις καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἀγαπητὲ ἀδελφέ, μεγάλως ἐχάρημεν διὰ τὸν πόθον τὸν ὁποῖον ἔχεις νὰ δοκιμασθῇς τώρα ἀπὸ ἡμᾶς μὲ βασανιστήρια διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ λάβῃς κανὲν ἐξ ὅσων γράφεις εἰς τὴν ἐπιστολήν σου, διότι, καθὼς φαίνεται, τὰ ἔλαβες ὅλα μαζὶ μὲ τὴν προαίρεσίν σου. Εἴθε λοιπὸν νὰ εὐοδώσῃ ὁ Κύριος τὸν σκοπόν σου. Ἄρχισον δὲ τὸν ἀγῶνα σου ἀπὸ τώρα μόνον μὲ νηστείαν καὶ προσευχάς, μετανοίας δὲ ποίησον ὅσας δύνασαι καὶ ἐγὼ θέλω ἔλθει ὡς συνοδός σου». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἀθανάσιος ᾐσθάνθη μεγάλην παρηγορίαν καὶ ἤρχισε μετὰ προθυμίας νὰ νηστεύῃ καὶ νὰ προσεύχηται.
Μετὰ παρέλευσιν δύο ἑβδομάδων ἐκλείσθη, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Ἡγουμένου, εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς πύργους τῆς Μονῆς, ὅπου ἐλάμβανε μόνον ὀλίγον ἄρτον καὶ ὕδωρ καὶ ἔκαμνε μετανοίας μεγάλας ἕως χιλίας πεντακοσίας τὸ ἡμερονύκτιον, ἄλλας δὲ μικροτέρας ἕως τέσσαρας χιλιάδας, καθημερινῶς δὲ ηὔξανε καὶ τὸν ἀριθμόν. Κατὰ δὲ τὴν πρώτην νύκτα, καθ’ ἣν ἐκλείσθη εἰς τὸν πύργον, ἤκουεν ἔξωθεν φωνὰς καὶ ταραχὰς πολλάς, αἵτινες ἐτάραττον αὐτὸν δι’ ὅλης τῆς νυκτός· ἀλλ’ αὐτὸς μὲ τὴν ἀδιάλειπτον προσευχὴν τὰς ἐνίκησε. Τὴν δὲ δευτέραν νύκτα ἔβλεπεν ὄχι μόνον ὀφθαλμοφανῶς, ἀλλὰ καὶ μὲ κεκλεισμένους τοὺς ὀφθαλμούς του πλήθη αἰθιόπων τρέχοντα ἄνω καὶ κάτω καὶ ταράττοντα αὐτόν. Ὅμως διὰ τῆς προσευχῆς του καὶ τούτους ἐνίκησε καὶ διεσκόρπισε. Τὴν τρίτην νύκτα ὀλίγον τι τὸν ἠνώχλησαν καὶ τὴν τετάρτην οὐδὲν πλέον ἐφάνη, διὰ τοῦτο καὶ πολὺ ἐστενοχωρεῖτο. Τὴν ἑπομένην διηγήθη ὅλα ταῦτα εἱς τὸν Γερμανόν, οὗτος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν, ἐὰν ἤθελε νὰ ἐξέλθῃ τοῦ πύργου. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως δὲν ἠθέλησεν, ἵνα μὴ φανῇ εἰς τοὺς ἐχθροὺς ὡς λιποτάκτης. Τοῦ εἶπεν ἀκόμη ὁ Γερμανὸς ἂν ἤθελε νὰ παραμείνῃ καὶ οὗτος μετ’ αὐτοῦ, ἀλλ’ οὐδὲ τοῦτο ἐδέχθη, εἰπών· «Μόνος μου θέλω νὰ μείνω μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου. Διότι ἄνευ θελήματος Θεοῦ, τί δύνανται νὰ πράξουν κατ’ ἐμοῦ οἱ ἀνίσχυροι δαίμονες;». Ἐζήτησε δὲ νὰ ἐπιταχύνωμεν τὴν διὰ τὸ Μαρτύριον ἀναχώρησίν του καὶ οὕτως ἔμεινε τοῦ λοιποῦ ἀνενόχλητος.