ἵνα προετοιμασθῇ ὁ Ἀθανάσιος παρὰ τοῦ Μοναχοῦ Γρηγορίου, ὅστις πρότερον παρεσκεύασε τέσσαρας Ὁσιομόρτυρας, ἤτοι τὸν Εὐθύμιον, τὸν Ἰγνάτιον, τὸν Ἀκάκιον καὶ τὸν Ὀνούφριον, τοὺς ὁποίους συνώδευσεν εἰς τὸ Μαρτύριον καὶ ἔφερε τὰ ἅγια αὐτῶν Λείψανα εἰς τὴν καλύβην αὐτῶν. Πορευθέντες δὲ ἠσπάσθησαν εὐλαβῶς τὰ ἅγια τούτων Λείψανα, τὰ ὁποῖα εὐθὺς ὡς εἶδεν ὁ Ἁθανάσιος ἠγαλλιάσατο σφόδρα καὶ ἐθερμάνθη ἡ ψυχή του ἔτι περισσότερον διὰ τὸ Μαρτύριον. Ἀλλ’ ὁ μὲν Πνευματικὸς καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ ὑπεδέχθησαν αὐτοὺς φιλοφρόνως, ὁ δὲ μισόκαλος ἐκίνησε τὸν γειτονεύοντα πρὸς αὐτούς, ὅστις ἐφθόνει τὸν Πνευματικὸν αὐτὸν καὶ ἐκ τοῦ πονηροῦ κινούμενος ἔκαμε τρόπον καὶ τοὺς ἀπεδίωξεν ἐκεῖθεν. Ὅθεν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ Κοινόβιον, ὥρισε δὲ τότε ὁ Ἡγούμενος ὁ μὲν Ἀθανάσιος νὰ ἐγκλεισθῇ εἰς κελλίον καὶ νὰ ἀρχίση τοὺς προπαρασκευαστικοὺς ἀγῶνας πρὸς τὴν ἄθλησιν, κατὰ τὴν ὁδηγίαν τοῦ προρρηθέντος Γρηγορίου, ὁ δὲ Γερμανὸς νὰ ἐπισκέπτεται αὐτὸν καὶ νὰ τὸν νουθετῇ.
Οὕτω λοιπὸν ὁ Γερμανὸς ἐλθὼν ἐνουθέτει τὸν Ἀθανάσιον παραστήσας τὰ πράγματα, ἐπὶ το ὑπερβολικώτερον, ἀπαριθμῶν τὰ εἴδη τῶν βασάνων, τὴν ἀγριότητα τῶν τυράννων, τὴν ὠμότητα τῶν βαρβάρων, τὸ ἐπικίνδυνον τοῦ ἐγχειρήματος, ὡς καὶ τὰς λοιπὰς ἀπανθρώπους πράξεις τῶν κρατούντων καὶ τέλος εἶπεν εἰς αὐτόν, ὅτι δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὸν συνοδεύσῃ. Οὗτος ὁ λόγος τόσον σκληρὸς τοῦ ἐφάνη, ὥστε ἔκλαιε πικρῶς καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, τὸ δὲ πρωῒ ἔδωκεν εἰς τὸν Γερμανὸν μικρὰν ἐπιστολὴν εἰς τὴν ὁποίαν ἔγραφεν οὕτως· «Ἅγιε Πάτερ, ἄκουσον παραδίδω τὸ σῶμα μου εἰς χεῖρας σου τὴν ἄλλην Κυριακὴν καὶ δοκίμασόν με ὡς βούλεσαι μὲ σίδηρον, μὲ ἁλύσεις, κρέμασόν με κάτω ἀπὸ τὸ τειχόκαστρον καὶ ἐὰν θελήσῃς πάρε με εἰς τὸ κοιμητήριον νὰ μεταφέρω λίθους· ἀκόμη καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλεις ποίησον εἰς ἐμέ. Ὅλα τὰ δέχομαι μὲ εὐχαρίστησιν. Διότι τὴν ἄλλην Κυριακὴν θέλω νὰ ἀπέλθω εἰς Αἶνον, ἵνα λάβω ἐκεῖθεν τὰ ξένα ἐνέχυρα καὶ τὴν εὐχὴν τῆς μητρός μου, νὰ ὑπάγω δὲ ἀμέσως ἀπ’ ἐκεῖ εἰς τὸ Μαρτύριον καὶ ἄλλως δὲν θέλω πράξει. Ἐὰν ὅμως φοβῆσαι νὰ ἔλθῃς μετ’ ἐμοῦ, μὴν ἔρχεσαι, διότι χωρὶς τὴν θέλησίν σου δὲν δύναμαι νὰ σὲ πάρω. Ἡ γνώμη μου ὅμως εἶναι αὐτή· ὕπαγε λοιπὸν εἰς τὸν Γέροντα καὶ ἀφοῦ εἰπῇς ὅλα ταῦτα, δός μοι ἀπόκρισιν διὰ νὰ γνωρίζω».