Μετὰ πάροδον ἀρκετοῦ καιροῦ, ἐνῷ ἐξετέλει ὑπηρεσίαν εἰς τόπον τινά, εἰς τὸν ὁποῖον ἦτο καπνός, ἐπόνεσαν οἱ ὀφθαλμοί του, στενοχωρηθεὶς δὲ ἀπὸ τὸν καπνὸν δὲν ἠδυνήθη νὰ παρευρεθῇ εἰς τὴν ἑσπερινὴν Ἀκολουθίαν. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν εἰς τὸ κελλίον του συνετρίβη ἡ καρδία του καὶ κατανυγεὶς ἤρχισε νὰ κλαίῃ πικρῶς λέγων· «Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ! Ἐὰν τοσοῦτον πόνον μόνον δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω, πῶς θὰ δυνηθῶ νὰ ὑπομείνω Μαρτύριον;». Ταῦτα δὲ διαλογιζόμενος ἔπεσεν εἰς προσευχὴν καὶ ἔκαμνε μετανοίας μεγάλας γονυκλιτάς, ἐπὶ δύο ὥρας, δεόμενος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἵνα τὸν ἐνισχύσωσιν, ὥστε νὰ παραδοθῇ ἐν γαλήνῃ εἰς τὸ ποθούμενον Μαρτύριον. Καθὼς δὲ προσηύχετο, ἀπεκοιμήθη ὀλίγον. Καὶ ἰδοὺ εἶδεν ἐν ὁράματι γυναῖκα ὡραιοτάτην καὶ ἔνδοξον, ἥτις ἦτο ἡ Ἄχραντος Δέσποινα, καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτόν· «Τὶ λυπεῖσαι, τέκνον, καὶ ἀδημονεῖς;». Ὁ δὲ ἀπεκρίθη· «Πῶς νὰ μὴ λυποῦμαι, Κυρία μου; Ἐγὼ ὁ τρισάθλιος, πρὸς τὰ ἄλλας μου ἁμαρτίας ἠρνήθην καὶ τὸν Κύριόν μου ἐνώπιον τοῦ πονηροῦ κριτηρίου καὶ ἐδέχθην τὴν πλάνην τῶν ἀσεβῶν, τώρα δὲ ἐπιθυμῶ νὰ ὑπάγω νὰ ὁμολογήσω πάλιν τὸν Κύριόν μου Θεὸν ἀληθινὸν ἐνώπιον τῶν τυράννων, νὰ τιμωρηθῶ δὲ παρ’ αὐτῶν καὶ νὰ θανατωθῶ διὰ τὸ Ἅγιόν Του Ὄνομα. Αἰσθάνομαι ὅμως τὸν ἑαυτόν μου πολὺ ἀσθενῆ καὶ τοῦτο μὲ κάμνει νὰ ἀδημονῶ τὰ μέγιστα». Τοῦ λέγει τότε ἡ Κυρία Θεοτόκος· «Ἔχε θάρρος, τέκνον μου, διότι θὰ ἀπολαύσῃς τὸ ποθούμενον Μαρτύριον, ἀλλὰ νὰ ὑπάγῃς εἰς τὴν Σμύρνην νὰ βεβαιώσῃς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔγιναν εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν, διότι οἱ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι ἀκούοντες ταῦτα δὲν τὰ πιστεύουσιν. Ὕπαγε δὲ τώρα, διότι εἶναι καιρὸς κατάλληλος».
Ἐξυπνήσας ὁ Ὅσιος ἠγέρθη πάραυτα ἔνδακρυς ἐκ τῆς πολλῆς χαρᾶς καὶ εὐχαριστῶν τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, κατησπάζετο τὸν τόπον ὅπου εἶδεν αὐτήν. Τὸ δὲ πρωῒ ἦλθε πρὸς τὸν Ἱεροδιδάσκαλον Γερμανόν, πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ Ἡγούμενος τὸν εἶχε συστήσει, ἵνα τὸν καθογηθῇ, ἐκθέτων εἰς αὐτὸν τοὺς λογισμούς του καὶ ἀκούων τὰς συμβουλάς του. Διηγήθη λοιπὸν πρὸς αὐτὸν λεπτομερῶς τὰ συμβάντα. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Γερμανός, εἶπε πρὸς αὐτὸν νὰ μὴ παραδέχεται εὐκόλως τὰ ἐνύπνια, διότι πολλαὶ εἶναι αἱ παγίδες τοῦ πονηροῦ. Κατόπιν, ἀφοῦ παρέλαβεν αὐτόν, ἦλθον ἀμφότεροι πρὸς τὸν Ἡγούμενον, εἰς τὸν ὁποῖον διηγήθη ἅπαντα τὰ ὁραθέντα, ὡς συνέβησαν.