Ὁ ἀγγελώνυμος οὗτος Ἅγιος, ὁ πολλῶν ἐπαίνων ἄξιος, ἐβλάστησεν ἐκ τῆς πόλεως Αἴνου [1], τῆς ἐν τῇ Θρᾴκη εὑρισκομένης, γονεῖς ἔχων πτωχοὺς μὲν κατὰ τὴν περιουσίαν, πλουσίους δὲ κατὰ τὴν εὐσέβειαν. Ὁ πατήρ του ὠνομάζετο Κωνσταντῖνος, ἡ δὲ μήτηρ του Κρυσταλλία. Ὠνόμασαν δὲ αὐτὸν κατὰ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα Ἀθανάσιον. Ἐπειδὴ δὲ ἔμεινεν ὀρφανὸς ἐκ πατρὸς πολὺ νέος καὶ δὲν εἶχε τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, ἤρχισε νὰ ταξιδεύῃ μὲ τὰ πλοῖα τῶν συμπατριωτῶν του, ὅτε συνεδέθη διὰ φιλίας μέ τινα Ἀναστάσιον καὶ συνεταξίδευε μὲ αὐτὸν χωρὶς νὰ χωρίζωνται. Ἐπειδὴ δὲ συνέβη νὰ προσληφθῇ ὁ Ἀναστάσιος εἰς τουρκικὸν πλοῖον, συνηκολούθησε καὶ ὁ Ἀθανάσιος, μετὰ δὲ καιρόν, ἀναχωρήσαντος τοῦ Ἀναστασίου ἀπὸ τὸ πλοῖον ἐκεῖνο ἠθέλησε καὶ ὁ Ἀθανάσιος νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἀλλ’ ὁ πλοίαρχος, ὡς Ἀγαρηνός, ἠμπόδισεν αὐτὸν τυραννικῶς, ὁ δὲ Ἀθανάσιος, νέος ὢν καὶ ἄπειρος τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, φοβηθεὶς, παρέμεινε. Προϊόντος δὲ τοῦ καιροῦ βλέπων ὁ ρηθεὶς Τοῦρκος τὰ προτερήματα καὶ τὴν ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἀθανασίου ἤρχισε νὰ ἐπιβουλεύεται τὴν εὐσέβειάν του προσπαθῶν νὰ τὸν μεταφέρῃ εἰς τὴν ἀσέβειάν του, κατόπιν δὲ νὰ τὸν υἱοθετήσῃ ἵνα καταστήσῃ τοῦτον κληρονόμον του. Ἀλλὰ τὸν λογισμόν του τοῦτον ἐφύλαττεν ἀπὸ αὐτὸν μυστικόν, ἕως ὅτου εὕρῃ καιρὸν κατάλληλον νὰ φέρῃ εἰς ἔργον τὸ μελετώμενον.
Μετὰ παρέλευσιν τριῶν ἐτῶν, πλέοντες ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως εἰς Σμύρνην, ἔφερον μεθ’ ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ καὶ τὸν κριτὴν τῆς Σμύρνης, ὅστις, βλέπων τὴν εὐπείθειαν καὶ τὴν προθυμίαν τοῦ νέου τούτου εἰς τὰς διαφόρους ἐνασχολήσεις του, τὴν ἰδιαιτέραν του ἐπιμέλειαν εἰς τὴν παράστασιν τῆς τραπέζης του, ὡς καὶ τὰ λοιπά του προτερήματα παρεκίνησε καὶ αὐτὸς τὸν πλοίαρχον νὰ πράξῃ παντοιοτρόπως, ἵνα διαστρέψῃ τὸν νέον ἀπὸ τὴν εὐσέβειαν καὶ μεταφέρῃ τοῦτον εἰς τὴν ἀσέβειάν των. Ἐκ ταύτης λοιπὸν τῆς παρακινήσεως θερμανθεὶς ἔτι μᾶλλον ὁ ἀσεβὴς ἐκεῖνος, ἀπεφάσισε νὰ ἐκτελέσῃ τὸ μελετώμενον. Ὅμως γινώσκων τὸ φυσικὸν τοῦ νέου ἰδίωμα, ὅτι δηλαδὴ μὲ κολακείας ἦτο ἀδύνατον νὰ τὸν καταπείσῃ, ἐσκέφθη νὰ μεταχειρισθῇ βίαν. Καὶ ἐπειδὴ κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ὁ μὲν νέος ἐζήτει ἐπιμόνως τὸν μισθὸν τῆς ἐκδουλεύσεώς του διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ αὐτόν, ὁ δὲ ἀσεβὴς ἐμελέτα νὰ ἐκτελέσῃ τὸν σκοπόν του, ἀπεφάσισε νὰ μεταχειρισθῇ τὸ ταχύτερον τρόπον ἀπότομον προτοῦ ὁ νέος ἀναχωρήσῃ. Ὅθεν τὸ ἑσπέρας τῆς ἡμέρας ἐκείνης, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔλαβε τὴν τοιαύτην ἀπόφασιν, διέταξε τὸν νέον νὰ ἀνάψῃ τὸν φανὸν καὶ νὰ προπορεύεται, διότι ἤθελε τάχα νὰ ὑπάγῃ εἴς τι μέρος.