Μετ’ ὀλίγας ὅμως ἡμέρας ἀσθενήσας βαρέως ἐλυπεῖτο, φοβούμενος μήπως ἀποθάνῃ εἰς τὴν ἀσέβειαν, ἀλλ’ ἀναλαβὼν, ἐλέει Θεοῦ, ἐζήτησεν ἄδειαν παρὰ τοῦ αὐθέντου του, ἵνα ἀπέλθῃ εἰς τὴν πατρίδα του, διὰ νὰ ἴδῃ δῆθεν τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἀδελφούς του. Ὁ δὲ Ἀγαρηνός, δηλώσας διὰ γραμμάτων τὴν ὑπόθεσιν εἰς τοὺς ἐκεῖ ὁμοπίστους του, ἔδωσεν εἰς αὐτὸν τὴν ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσῃ.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν ὁ νέος εἰς τὴν Αἶνον δὲν ἔκρινεν εὔλογον ἀμέσως ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς συγγενεῖς του νὰ προσδράμῃ εἰς τὸν λιμένα τῆς σωτηρίας του, τὸν Ἄθω, ἀλλ’ ἀπελθὼν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν Αἶνον, ὅπου ἀφήσας εἰς τὴν μητέρα του ὅ,τι εἶχε πρὸς παρηγορίαν αὐτῶν, προσεποιήθη ὅτι ἐσυγχύσθη μὲ αὐτοὺς καὶ μεταβὰς εἰς τὸν κριτὴν ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ γράμμα, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς οὔτε αὐτὸς θὰ ἔχῃ αὐτοὺς γονεῖς καὶ ἀδελφούς, οὔτε ἐκεῖνοι υἱὸν καὶ ἀδελφόν, οὔτε νὰ μετέχῃ οὗτος ἢ ἐκεῖνοι νὰ μετέχωσι τῶν ἑκάστου πραγμάτων. Ἔπειτα ἐπέστρεψεν πάλιν εἰς Σμύρνην πρὸς τὸν αὐθέντην του καὶ ἔμεινεν ὀλίγον καιρὸν μετ’ αὐτοῦ. Συγχυσθεὶς ὅμως μετ’ αὐτοῦ διὰ οἰκονομικὴν διαφοράν, ὀλίγον ἔλειψε νὰ φονευθῇ ὑπ’ ἐκείνου, κτυπηθεὶς διὰ ξύλου καὶ μαχαίρας. Τοῦτο τὸ συμβὰν ἔδωκεν αἰτίαν εἰς τὸν νέον νὰ ἀναχωρήσῃ ὅπου βούλεται, ἄνευ τινὸς ὑποψίας· καὶ τὴν πρώτην νύκτα τῆς ἐνάρξεως τῆς μυσαρᾶς ἐκείνων νηστείας, ἀνεχώρησε διὰ θαλάσσης καὶ ἔκτοτε ἤρχισε νὰ ἐγείρεται ἐκ τοῦ πτώματος, ἀναλαβὼν πάλιν τὸ ὄνομά του Ἀθανάσιος, τὸ καθ’ αὐτό, ὅπερ ἔλαβε κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θείου Βαπτίσματος.
Μετὰ ὅμως τὴν ἐκ Σμύρνης φυγὴν του ἐδοκίμασεν ὁ νέος πολλοὺς κινδύνους ἐπ’ ἀρκετὸν καιρὸν καὶ ἠναγκάσθη νὰ ταξιδεύῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον. Διότι ὁ μιαρὸς ἐκεῖνος αὐθέντης του, ὅταν ἠννόησε τὴν φυγήν του, ἐσυκοφάντησεν αὐτόν, ὅτι τοῦ ἔκλεψεν ἱκανὴν ποσότητα χρημάτων καὶ λαβὼν ἔγγραφον ἐξουσίαν παρὰ τῆς διοικήσεως, περιήρχετο διαφόρους τόπους ζητῶν αὐτόν. Ἀλλ’ αὐτός, διασωθεὶς τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ ἦλθεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνδεδυμένος μὲ ἱμάτια πενιχρὰ χριστιανικά. Καὶ πρῶτον μὲν ἐπεσκέφθη Μοναστήριά τινα καὶ Σκήτας, ἐξομολογούμενος εἰς πολλοὺς Πνευματικοὺς καὶ ζητῶν καταφύγιον· ἔπειτα δέ, μὲ συμβουλὴν Πνευματικοῦ τινος ἐναρέτου, ἦλθεν εἰς τὸ ἱερὸν Κοινόβιον τοῦ Ἐσφιγμένου, ὅπου τὸν ἐδέχθη ὁ Ἡγούμενος Εὐθύμιος, ἀφοῦ πρότερον τὸν ἐξωμολόγησεν εἰλικρινῶς καὶ ἐγνώρισεν ὅλα τὰ κατ’ αὐτόν.