Ἐνῷ λοιπὸν ἔλεγον τοὺς λόγους τούτους ἤρχοντο κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην εἷς αἰθίοψ καί τινες γυναῖκες. Ὡς δὲ οὗτοι ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους, εὐθὺς ἔδραμον εἰς τὴν μητέρα τοῦ ἐπιτρόπου τοῦ πασᾶ καὶ τὴν παρεκάλεσαν νὰ σώσῃ τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὸν θάνατον. Ἐκείνη δέ, ἀκούσασα ὅτι μέλλει νὰ θανατωθῇ, εὐθὺς μετέβη αὐτοπροσώπως εἰς τὸν υἱόν της καὶ τοῦ λέγει· «Τὶ θέλεις νὰ κάμῃς; Ποίαν βλάβην σοῦ ἔκαμεν, υἱέ μου, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος καὶ θέλεις νὰ πάρῃς ἐπάνω σου τὸ κρίμα του;». Τότε τῆς λέγει ὁ υἱός της· «Τὶ κρίμα θέλω ἔχει ἐγώ, ἐὰν τὸν θανατώσω, ὅταν λέγῃ ὅτι ἡ πίστις μας δὲν εἶναι καλὴ καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ γίνουν οἱ Τοῦρκοι Χριστιανοί;». Εἰς αὐτὸ τοῦ ἀπεκρίθη ἐκείνη· «Ψεύματα εἶναι, υἱέ μου, ὅλα αὐτὰ καὶ ἀδίκως τὸν διέβαλαν. Μόνον γνώριζε ὅτι καθὼς ἐβεβαιώθην, ὅποιον ἐκαταράσθη δὲν ἐχρόνισε, ἐὰν δὲ σὺ θέλεις πάθει τίποτε, τότε ἐγὼ θὰ ὑπάγω νὰ πνιγῶ». Λέγει τότε ὁ Ἐπίτροπος εἰς τὴν μητέρα του· «Ὕπαγε εἰς τὴν ἐργασίαν σου καὶ μὴ σὲ ἐνδιαφέρει τὶ γίνεται εἰς τὸν κόσμον». Ἀπεκρίθη ἡ μήτηρ του· «Φυλάξου μὴ κάμῃς κανένα κακὸν εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, καθὼς σοῦ λέγω, διότι ὅσα καὶ ἂν σοῦ εἶπαν εἶναι ψεύματα· ἂν δὲ θέλῃς νὰ μάθῃς τὴν ἀλήθειαν, φέρε αὐτὸν ἐδῶ ἔμπροσθέν σου καὶ ἐρώτησέ τον διὰ νὰ ἐννοήσῃς τί σοῦ λέγει». Ἀφοῦ δὲ ἡ μήτηρ τοῦ ἄρχοντος εἶπε τοὺς λόγους τούτους ἔφυγεν, οἱ δὲ μετ’ αὐτοῦ παρακαθήμενοι πρῶτοι ἐκ τῶν ἀρχόντων τῆς πόλεως εἶπον πρὸς αὐτόν· «Καλὰ λέγει ἡ κυρά φέρε τον πρῶτον ἐδῶ καὶ ἐρώτησέ τον, ἀναλόγως δὲ τῶν λόγων τοὺς ὁποίους ἤθελεν εἴπει, θέλομεν κάμει κρίσιν, καθὼς ὁρίζει ὁ νόμος μας». Εὐθὺς τότε ὁ ἐπίτροπος ἀπέστειλεν ἄνθρωπόν του, ὅστις εἰδοποίησε καὶ τὸν ἔφερον ὡς ἦτο δεδεμένος μὲ τὴν ἅλυσον.
Καθὼς λοιπὸν εἶδεν ὁ ἡγεμὼν τὸν Ἅγιον ἀνυπόδητον, γυμνόν, μὲ ἕνα παλαιόρασον μόνον καὶ τίποτε ἄλλο, ηὐλαβήθη αὐτὸν καὶ βλέπων τοῦτον μὲ ἥμερον βλέμμα τὸν ἠρώτησε· «Τὶ εἶναι αὐτὰ ὅπου ἀκούω διὰ σέ; Τώρα σὺ θέλεις νὰ μᾶς βγάλῃς ἀπὸ τὴν πίστιν μας καὶ νὰ μᾶς κάμῃς Χριστιανούς;». Ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος· «Ἐγώ, αὐθέντη πολυχρονεμένε, τοὺς Χριστιανοὺς διδάσκω νὰ κάμνουν καθὼς ὁρίζει τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον». Ἠρώτησεν ἐκεῖνος· «Καὶ τὶ λέγει τὸ Εὐαγγέλιον;». Ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος· «Προστάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴ κλέπτουν, νὰ μὴ πορνεύουν, νὰ μὴ ἐπιθυμοῦν τὸ ἀμπέλι τοῦ γείτονός των ἢ τὸ χωράφι ἢ κανένα ἄλλο πρᾶγμα ξένον, νὰ μὴ καταδίδῃ ὁ ἕνας κατὰ τοῦ ἄλλου, νὰ μὴ γελοῦν τὸν αὐθέντην των εἰς τοὺς φόρους καὶ τὰ δοσίματα καὶ νὰ κρατοῦν στερεῶς τὴν Πίστιν των.