Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος ΣΥΜΕΩΝ ὁ Ἡγούμενος τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Φιλοθέου, ὁ μονοχίτων καὶ ἀνυπόδητος, ὁ καὶ κτίτωρ τῆς ἐν τῷ ὄρει τοῦ Φλαμουρίου Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Νὰ δώσῃ λοιπὸν ὁ Κύριος ἄλλην φορὰν δεύτερον Ἱερέα ἢ Διάκονον νὰ μὴ ἀποκτήσετε, μόνον ὅταν παρευρίσκεται Ἱερεὺς νὰ λείπῃ ὁ Διάκονος καὶ ὅταν εἶναι παρὼν ὁ Διάκονος, Ἱερεὺς νὰ μὴν ὑπάρχῃ». Καί, ὤ τοῦ θαύματος! Θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε! Δὲν ἠμπόρεσε νὰ εὑρεθῇ πλέον δεύτερος Ἱερεὺς ἢ Διάκονος, οὔτε ηὐτύχησεν ἀπὸ τότε ἕως τὴν σήμερον ἡ Μονὴ καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν κινδυνεύει νὰ ἐρημώσῃ. Αὐτοὶ δέ, ὡς ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτούς, ἔδραμον νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλ’ ὁ Ὅσιος τρέχων ἐσώθη ἐκ τῶν χειρῶν των.

Ἔφυγε, λοιπὸν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦλθεν εἰς ὄρος τι λεγόμενον Φλαμούριον, εἶναι δὲ τοῦτο ἡνωμένον μὲ τὸ Ζαγόριον ὄρος, ὡδηγήθη δὲ ἐκεῖ ὑπὸ Θεοῦ ὁ Ἅγιος διὰ νὰ κτίσῃ Μοναστήριον. Ἐξετάζων δὲ διὰ νὰ εὕρῃ τὸν κατάλληλον τόπον, εὗρεν αὐτόν, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκεται σήμερον τὸ Μοναστήριον. Πρὶν δὲ νὰ κτίσῃ τὰ θεμέλια, ἔμεινε τρεῖς χρόνους κάτω ἀπὸ μηλέαν τινά, ἐταλαιπωρεῖτο δὲ σφοδρῶς κατὰ τὸν χειμῶνα ἀπὸ τὸ ἄμετρον ψῦχος, τὸ δὲ θέρος πάλιν ἐδεινοπάθει ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ τὴν ὑπερβολικὴν θερμότητα τοῦ ἡλίου. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν γένει ἄσκησις, τὴν ὁποίαν ἔκαμνεν ἐκεῖ, ἦτο κατὰ πολὺ αὐστηρά. Διότι τὴν στάσιν, τὴν προσευχήν, τὴν ἀγρυπνίαν καὶ τὴν νηστείαν, τὰς ὁποίας ἔκαμνεν εἰς τὸ διάστημα τῶν τριῶν ἐκείνων χρόνων, κατὰ τοὺς ὁποίους διέμεινε κάτωθεν τούτου τοῦ δένδρου, εἶναι ἀδύνατον νὰ διηγηθῇ τις.

Ὁποία θαυμασία ὑπομονὴ ἦτο ἐκείνη! Βεβαίως κατὰ τὸ θέρος ἡ μηλέα εἶχε τὰ φύλλα της καὶ ἤθελε νομίσει τις ὅτι τοῦ προσφέρει κάποιαν παρηγορίαν μὲ τὴν σκιάν, τὴν ὁποίαν ἔκαμνε τὴν μεσημβρίαν καὶ οὕτω ἀνεπαύετο ὁ Ἅγιος. Ὁμοίως καὶ κατὰ τὴν νύκτα, ὅτε δὲν ἦτο δυνατὸν τὸ ψῦχος ἕνεκα τῆς κατὰ τὴν ἡμέραν θερμότητος τοῦ ἡλίου. Ἀλλὰ διὰ τὸν χειμῶνα τί ἤθελεν εἴπει τις; Διότι τότε ἡ μηλέα δὲν εἶχε φύλλα· ἀλλὰ καὶ ἂν ἴσως εἴπωμεν, ὅτι εἶχε, θὰ ἦσαν ἀνωφελῆ καὶ ἄχρηστα ἐξ αἰτίας τῶν ἀνέμων, οἵτινες ἐφύσων καὶ τῆς χαλάζης καὶ τῶν χιόνων, αἵτινες ἔφθαναν τὰς δύο καὶ τρεῖς σπιθαμὰς ἢ καὶ περισσότερον, ἐνῷ αὐτὸς ἦτο γυμνὸς καὶ ἀνυπόδητος, ἓν μόνον ἔνδυμα φέρων καὶ ἐκεῖνο παλαιόν. Τίποτε δὲ δὲν εἶχε διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν βίαν τῶν ἀνέμων· οὔτε κλίνην διὰ νὰ ἔχῃ ὀλίγην ἀνάπαυσιν, οὔτε ἠδύνατο νὰ ἀνάπτῃ πυράν, ἐπειδὴ ἡ χιὼν καὶ αἱ βροχαὶ τὴν ἔσβυναν. Ἀληθῶς καὶ λίθινος ἐὰν ἦτο, πάλιν δὲν θὰ ὑπέμενεν ἐπὶ τοσοῦτον. Τοῦτο δὲν εἶναι ἄλλο, εἰ μὴ μόνον φανερὰ ἡ χεὶρ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἥτις τὸν ἐσκέπαζε καὶ τὸν διεφύλαττεν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Γεν. ϛʹ 3, Ψαλμ. ρεʹ 35.

[2] Ψαλμ. ξζʹ 3.

[3] Προφανῶς ἐνταῦθα νοεῖται τὸ ὄρος Καλλίδρομον καὶ τὰ περὶ αὐτὸ ὑψώματα. Τοῦτο εἶναι ἀνατολικὸς πλόκαμος τῆς Οἴτης ἀπολήγων ἀποτόμως εἰς τὴν παρὰ τὰς Θερμοπύλας θάλασσαν. Ἀπὸ τούτου διέρχεται ἡ Ἀνόπαια στενωπός, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Ἐφιάλτης ὡδήγησε τοὺς Πέρσας εἰς τὰ νῶτα τοῦ Λεωνίδου.

[4] «Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ» (Βʹ Τιμ. βʹ 5).