Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος ΣΥΜΕΩΝ ὁ Ἡγούμενος τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Φιλοθέου, ὁ μονοχίτων καὶ ἀνυπόδητος, ὁ καὶ κτίτωρ τῆς ἐν τῷ ὄρει τοῦ Φλαμουρίου Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ὁ δὲ Ἅγιος Συμεὼν ἠρώτησεν ἕνα ἀπὸ τοὺς διακριτικούς, λέγων· «Τὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ταραχὴ ἥτις γίνεται καὶ δὲν εἰρηνεύουν;». Λέγει ἐκεῖνος· «Ἔξω παίζουν οἱ ἀδελφοί». Ἐθυμώθη τότε ὁ Ἅγιος καὶ λαβὼν τὴν ράβδον του ἠθέλησε νὰ ἐξέλθῃ διὰ νὰ τοὺς ἐπιτιμήσῃ ἢ νὰ τοὺς κάμῃ παρατήρησιν. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁ διακριτικὸς δὲν τὸν ἄφησε μόνον τοῦ εἶπε· «Ἡσύχασον, δέσποτά μου, διότι εἶναι χορτάτοι καὶ δὲν σὲ ἀκούουν, μάλιστα δὲ φοβοῦμαι μήπως κάμουν καὶ τίποτε ἄλλο περισσότερον ἐναντίον σου».

Ὁ δὲ Ἅγιος, ὑπακούσας εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἀδελφοῦ, καθὼς δηλαδὴ συνεβούλευε νὰ πράττουν καὶ οἱ ἀδελφοί, ἤτοι νὰ ὑπακούουν, εὐθὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ κλαίων ἔλεγεν· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὸν ταλαίπωρον! Ποῖον λόγον ἔχω νὰ δώσω εἰς τὸν Θεὸν δι’ αὐτούς; Μοναχοὶ νὰ παίζουν καὶ νὰ χορεύουν ὡς εἰδωλολάτραι;». Δὲν ἔπαυσε δὲ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην νὰ κλαίῃ καὶ νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν δι’ αὐτούς· εἰς ἐκείνους ὅμως δὲν εἶπε τίποτε. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθῃ ὁ Ἱερεὺς διὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, ἐκεῖνοι οἵτινες ἐζήτουν νὰ εὕρουν καιρὸν σκανδάλου ἐξῆλθον εἰς τὴν αὐλὴν καὶ ἤρχιζαν νὰ παίζουν, ὅπως τὴν προηγουμένην. Τότε, ὁ εἷς ἀπὸ τὸν ἀλλον παρακινούμενοι, ἐξῆλθον πάλιν εἰς τὴν αὐλήν. Ἄλλοι διὰ νὰ βλέπουν καὶ ἄλλοι διὰ νὰ παίξουν. Τότε ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος Ἅγιος Συμεών, θείῳ ζήλῳ κινούμενος, ἔλαβε τὴν ράβδον του καὶ ἐλθὼν ἔξω λέγει πρὸς αὐτούς· «Δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεόν; Ὁ Ἱερεὺς ἀκόμη δὲν εἰσῆλθε διὰ τὴν θείαν καὶ ἱερὰν Λειτουργίαν καὶ σεῖς ἀρχίσατε νὰ παίζετε ὡς κοσμικοί; Τί ἀχρειότης εἶναι αὕτη; Δὲν εἶσθε σεῖς Μοναχοί; Πῶς κάμνετε τοιαύτας ἀσχημίας;». Τότε αὐτοὶ εὑρόντες τὸν καιρὸν ἀφήνουν εὐθὺς τὰ παιγνίδια καὶ χωρὶς νὰ εἴπουν τίποτε, συλλαμβάνουν τὸν Ὅσιον καὶ κτυπῶντες ἀσπλάγχνως καὶ σπρώχνοντες τὸν κλείουν εἰς τὸν πύργον καὶ τὸν φυλακίζουν. Ἔπειτα ἤρχισαν τοὺς χοροὺς καὶ τὰ ᾄσματα, πίνοντες καὶ μεθύοντες.

Καθ’ ὃν δὲ χρόνον ὁ Ἅγιος εὑρίσκετο κεκλεισμένος ἐντὸς τοῦ πύργου, πρὸ τῆς μεσημβρίας, ἦλθε πρὸς τὸν Ὅσιον εἷς Ἱεροδιάκονος κρυφίως, ὅστις ἀφοῦ ἔλυσεν ἓν σχοινίον ἀπὸ τὰ ζῷα τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ἐκεῖ, τοῦ τὸ ἔδωσεν ἐξ ἑνὸς παραθύρου, ἐπειδὴ εἶχον κλεισμένην τὴν μεγάλην θύραν. Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἅγιος ἔλαβεν εἰς χεῖρας του τὸ σχοινίον, κρεμασθεὶς ἀπὸ ἓν ἄλλο παράθυρον, τὸ ὁποῖον δὲν ἦτο σιδηρόφρακτον, καταβαίνει καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἔπαιζον οἱ Μοναχοὶ τοὺς λέγει· «Σεῖς παίζετε καὶ χορεύετε καὶ ἐγὼ ὁ Ἡγούμενός σας εἰς τὴν φυλακήν;


Ὑποσημειώσεις

[1] Γεν. ϛʹ 3, Ψαλμ. ρεʹ 35.

[2] Ψαλμ. ξζʹ 3.

[3] Προφανῶς ἐνταῦθα νοεῖται τὸ ὄρος Καλλίδρομον καὶ τὰ περὶ αὐτὸ ὑψώματα. Τοῦτο εἶναι ἀνατολικὸς πλόκαμος τῆς Οἴτης ἀπολήγων ἀποτόμως εἰς τὴν παρὰ τὰς Θερμοπύλας θάλασσαν. Ἀπὸ τούτου διέρχεται ἡ Ἀνόπαια στενωπός, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Ἐφιάλτης ὡδήγησε τοὺς Πέρσας εἰς τὰ νῶτα τοῦ Λεωνίδου.

[4] «Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ» (Βʹ Τιμ. βʹ 5).