Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Μάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Πελοποννησίου, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωγ’ (1803).

Ὁ δυστυχὴς Ἠλίας ὁ πατὴρ αὐτῶν ἐπληροφορήθη τὴν συμφορὰν τῶν τέκνων του καὶ λυπηθεὶς σφόδρα ἀνεχώρησεν, ἐπιθυμῶν νὰ τὰ συναντήσῃ, ἀλλὰ πῶς ἦτο δυνατόν; Τὶ ἔκαμε τέλος μὲ τὸν μεγαλύτερον υἱὸν ἀγνοοῦμεν. Οὗτος δὲ ὁ Δημήτριος, ὅστις ἦτο ὁ μικρότερος, ἀκούσας ὅτι τὸν ζητεῖ ὁ πατήρ του, ἐκρύβη καὶ δὲν ἐτόλμησε νὰ παρουσιασθῇ, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπὸ τὴν ἐντροπήν του, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ ἀγᾶ του. Οὕτως ἐπέστρεψεν ὁ ἄθλιος πατὴρ ἄπρακτος, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὸν υἱόν του καὶ νὰ τοῦ εἴπῃ τίποτε, καθὼς εἶχε πόθον.

Εἶπον ὅτι ἔφυγεν ἄπρακτος ὁ πατήρ, ἀλλὰ μετέπειτα ἀπεδείχθη ὅτι δὲν ἔμεινε παντελῶς ἄκαρπος καὶ ἀνωφελὴς ὁ κόπος του. Διότι, πρῶτον μὲν ὁ καλὸς Δημήτριος ἤρχισε νὰ συλλογίζεται καθ’ ἑαυτὸν τὰ σπλάγχνα τὰ πατρικά, νὰ συλλογίζεται, λέγω, ποίαν καὶ πόσην λύπην ἐπροξένησεν εἰς τὸν πατέρα του διὰ τὴν ἄρνησιν τῆς Πίστεως καὶ διὰ τὸ ὅτι δὲν παρουσιάσθη οὔτε νὰ τὸν ἴδῃ, κἄν, ἐνῷ ἐκεῖνος πρὸς χάριν του ὑπέμεινε τόσον μακρὰν ὁδοιπορίαν. Δεύτερον δὲ ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται τὸ κακόν, τὸ ὁποῖον ἔπαθε, νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἔτι δὲ καὶ ἄλλους θειοτέρους λογισμοὺς ἐπιστροφῆς καὶ μετανοίας ἤρχισε νὰ φέρῃ εἰς τὸν νοῦν του ὁ μακάριος, ἐκ τῶν τοιούτων δὲ λογισμῶν ἤρχισε νὰ λυπῆται περισσότερον καὶ νὰ κατακρίνῃ τὸν ἑαυτόν του καὶ διὰ τὴν ἄρνησιν καὶ διὰ τὴν ἀσπλαγχνίαν τὴν ὁποίαν ἔδειξε πρὸς τὸν πατέρα του, τὸν ὁποῖον, ἂν ἔβλεπεν, ἴσως ἤθελεν εὕρει τὸν τρόπον νὰ φύγῃ μετ’ αὐτοῦ καὶ νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσέβειαν.

Τοιούτους λοιπὸν σωτηρίους λογισμοὺς ἔχων ὁ ἀοίδιμος καὶ εὐκαιρίας τυχούσης, καθὼς ἐπόθει, ἔφυγεν ἐκεῖθεν κρυφίως μόνος, διὰ νὰ ὑπάγῃ πρὸς τὸν πατέρα του· μὴ γνωρίζων δὲ τὸν δρόμον, κατήντησε τὸ βράδυ εἰς χωρίον τι καλούμενον Στεμνίτσα καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην, φιλοξενηθεὶς ἀπὸ φιλόξενόν τινα γυναῖκα. Εἰς ταύτην φανερώσας ὁ Ἅγιος τὸν σκοπόν του ἐπληροφορήθη παρ’ αὐτῆς, ὅτι ὁ δρόμος ἐκεῖνος δὲν ὁδηγεῖ πρὸς τὸν πατέρα του, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ νὰ εὕρῃ ὁδηγόν, ὅστις νὰ τοῦ δείξῃ τὴν ὁδὸν τὴν ὁποίαν ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσῃ.

Ἐπέστρεψε λοιπὸν εἰς τὴν Τρίπολιν καὶ μετέβη πάλιν εἰς τὴν ἰδίαν τουρκικὴν οἰκογένειαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτο καὶ πρότερον καὶ ἔμεινε πάλιν εἰς αὐτὴν ὑπηρέτης, ἔχων κατὰ νοῦν νὰ μείνῃ ἐκεῖ, ἕως ὅτου εὕρῃ ὁδηγόν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Πνευματικὸς οὗτος Πατὴρ εἶναι ὁ πρῶτος γράψας τὸ Μαρτύριον τοῦτο Ἅγιος Μακάριος ὁ Κορίνθου, ὅστις ταπεινοφρονῶν δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του.

[2] Ταῦτα λέγει ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χῖος.

[3] Ὁ πρῶτος Πνευματικός, ὡς ἐσημειώσαμεν ἐν τοῖς προηγουμένοις, ἦτο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πρῴην Κορίνθου Ἅγιος Μακάριος, ὅστις ἐπειδή, ἀφ’ ἧς ἔγινε Μεγαλόσχημος ἔπαυσεν ἐκτελῶν πᾶσαν ἱεροπραξίαν, ἀπέστειλε τὸν Δημήτριον εἰς τὸν δεύτερον τοῦτον Πνευματικόν, ὅστις ἦτο ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χῖος.

[4] Οὗτος ἦτο ὁ Ἱεροδιδάσκαλος Ἡσαΐας περὶ οὗ βλέπε ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 228-230.

[5] Ὁ εὐλαβὴς οὗτος Ἱερεὺς ἐστάθη Πνευματικὸς καὶ σύμβουλος καὶ κατὰ πάντα βοηθὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ἕως τέλους τῆς ἀποτομῆς του, αὐτὸς καὶ τὴν ἁγίαν αὐτοῦ κάραν παρέλαβεν, αὐτὸς καὶ ὀπτασίαν εἶδε περὶ τοῦ Μάρτυρος καὶ ἄλλα τινὰ ἀπεκάλυψεν εἰς τὸν Ἱεροδιδάσκαλον Ἡσαΐαν, τὰ ὁποῖα ἄλλος τις δὲν ἐγνώριζεν, ἐπειδὴ οὗτος ἦτο γνώστης ὅλης τῆς ὑποθέσεως ταύτης. Ταῦτα δὲ πάντα ἔγραψεν ὁ Ἡσαΐας πρὸς τὸν θεῖον Μακάριον.

[6] Ταῦτα καὶ τὰ ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενα γράφει αὐτολεξεὶ εἰς τὴν ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Ἅγιον Μακάριον, τὸν πρῴην Κορίνθου, ὁ Ἱεροδιδάσκαλος Ἡσαΐας (βλ. ὑποσ. σελ. 228-230).

[7] Οὐλεμᾶδες ἐκαλοῦντο ὑπὸ τῶν Τούρκων οἱ ἐγκρατεῖς τοῦ ἱεροῦ αὐτῶν νόμου, οἱ εἰδικῶς πρὸς τοῦτο ἐκπαιδευθέντες.