Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος, μὲ τὴν συνειθισμένην του ταπείνωσιν, ἐζήτει τὴν εὐχὴν τοῦ Γέροντός του, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ἡσυχάσῃ. Ὅθεν ὁ Γέρων, βλέπων τὴν καλήν του γνώμην, ὄχι μόνον τὸν ἄφησε νὰ πράξῃ κατὰ τὸν πόθον του, ἀλλὰ τοῦ ἔδωκε καὶ δύο φλωρία, λέγων· «Λάβε αὐτὰ νὰ κυβερνηθῇς καὶ ὅταν τὰ ἐξοδεύσῃς, ἔλα νὰ σοῦ δώσω ἄλλα καὶ παρακάλει τὸν Θεὸν δι’ ἐμέ». Ὁ δὲ τῆς ἀκτημοσύνης ἄκρος ἐραστὴς καὶ πάσης φιλοχρηματίας ἐλεύθερος Ὅσιος, λαβὼν εἰς χεῖρας τὰ φλωρία ἐταράχθη καὶ παρευθὺς τὰ ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὸν Γέροντα, λέγων· «Λάβε τὰ φλωρία σου, Γέροντα, διότι κινδυνεύω νὰ χάσω τὸν νοῦν μου μὲ αὐτά»· τοῦτο δὲ εἰπὼν ἀνεχώρησεν εὐθὺς ἐκεῖθεν. Πορευόμενος δὲ εἰς τὴν ὁδόν του, ἤρχισαν οἱ ἐνάντιοι λογισμοὶ νὰ τὸν ἐνοχλοῦν μεγάλως· εἷς λογισμὸς τὸν ἐβίαζε νὰ ἐπιστρέψῃ μὲ τὸν Γέροντα εἰς τὴν μετάνοιάν του· ἄλλος πάλιν τοῦ ἔλεγε νὰ φύγῃ εἰς κανὲν ἐρημονήσι καὶ ἄλλος εἰς ἄλλον τόπον. Οὕτως ὑπὸ τῶν λογισμῶν ἐνοχλούμενος καὶ περιπατῶν ἔφθασεν εἰς ἓν σημεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον διεσταυρώνοντο τρεῖς ὁδοὶ καὶ ἐκεῖ ἐστάθη, μὴ γνωρίζων ποίαν ὁδὸν νὰ βαδίσῃ. Τότε τοῦ ἐφάνη ὅτι τὸν ἐκέντησέ τις ἀοράτως καὶ τὸν ὤθησε πρὸς τὴν μίαν ὁδόν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἤρχισε νὰ βαδίζῃ.
Ἀφοῦ ἐπροχώρησεν ὀλίγον, ἀπήντησε Μοναχούς τινας, οἱ ὁποῖοι ἐπήγαιναν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄνναν· συμπορευθεὶς δὲ μετ’ αὐτῶν ἔφθασε μέχρι τῆς διασταυρώσεως, ἡ ὁποία ὀνομάζεται τοῦ Σιδήρη καὶ πάλιν ἤρχισαν οἱ λογισμοὶ νὰ τὸν ἐνοχλοῦν μὲ περισσοτέραν βίαν. Χωρισθεὶς τότε ἀπὸ τοὺς ἄλλους συνοδοιπόρους του ἐστάθη ὀλίγον καὶ κατόπιν ἤρχισε καὶ πάλιν νὰ περιπατῇ ἐσκοτισμένος ὤν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν λογισμῶν. Προχωρήσας δὲ ὀλίγον καὶ εὑρὼν πέτραν τινὰ ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτῆς, ἐπειδὴ δὲ ἐπεινοῦσε, διότι εἶχε τρεῖς ἡμέρας νὰ φάγῃ, ἔλαβεν ὀλίγον ἄρτον, τὸν ὁποῖον τοῦ εἶχον δώσει οἱ προρρηθέντες Μοναχοὶ καὶ ἔφαγεν. Ἀφοῦ δὲ ἔφαγεν, ἀκούμβησεν εἰς τὸ χέρι του· καὶ ἐκ τῆς πολλῆς ταραχῆς τῶν λογισμῶν τοῦ ἐφάνη ὅτι τοῦ ἦλθε σκότισις τοῦ νοὸς καὶ ἄμετρος ἀκηδία. Ὅθεν ἔκλινεν εἰς ὕπνον καὶ ἐκεῖ βλέπει ἔμπροσθέν του γιγαντιαῖον τινὰ μαῦρον, δυσειδέστατον καὶ φοβερόν. Συγχρόνως τοῦ ἐφάνη ὡς νὰ τοῦ ἔλεγεν ἄλλος τις ἀοράτως εἰς τὸ ἐσωτερικὸν οὖς μὲ ἡμερότητα, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄσχημος γίγας εἶναι ὁ πονηρὸς δαίμων, ὅστις σὲ ἔβαλεν ἐμπρὸς διὰ νὰ σὲ ἀφανίσῃ. Παρευθὺς τότε ἐξύπνησεν ἔντρομος καὶ λέγει· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, ὅτι μὲ ἔβαλεν ὁ δαίμων ἐμπρὸς καὶ θέλει νὰ μὲ ἀφανίσῃ»! Ὅθεν ἐσκέφθη νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Πνευματικὸν καὶ νὰ κάμῃ ὅ,τι τὸν προστάξῃ ἐκεῖνος, ἵνα οὕτως εὕρῃ ἴσως ἀνάπαυσιν. Ταῦτα δὲ διανοηθεὶς ἔλαβε παρευθὺς τὴν πρὸς τὸν Πνευματικὸν ἄγουσαν ὁδόν.