Σήμερον ὅμως, ἄλλοι μὲν ἀφοῦ ἐκδιώξουν μακρὰν ἑαυτῶν τὴν νηστείαν, καὶ ἐπιδιώκοντες τὰς ὑλικὰς ἀπολαύσεις ὡς τὴν ἀληθινὴν εὐτυχίαν τῆς ζωῆς, ἔφεραν μεταξὺ ἡμῶν τὸ πλῆθος ὅλων αὐτῶν τῶν κακῶν, ἐπὶ πλέον δὲ φθείρουν τὰ σώματά των. Κάμε μου τὴν χάριν καὶ πρόσεξε τὴν διαφορὰν εἰς τὰ πρόσωπα ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θὰ σοῦ ὁμιλήσουν σήμερον τὴν ἑσπέραν καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θὰ σοῦ ὁμιλήσουν αὔριον. Σήμερον τὰ πρόσωπα εἶναι φουσκωμένα ὡς πρησμένα, κατακόκκινα, ἱδρωμένα ἐλαφρῶς, οἱ ὀφθαλμοί των εἶναι ὑγροί, ἐξέχοντες πρὸς τὰ ἔξω, ἔχουν δὲ χάσει τὴν ἀκρίβειαν τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ὁράσεως ἀπὸ τὴν ὁμίχλην ποὺ ἔχει δημιουργήσει μέσα των ἡ μέθη. Ἐνῷ αὔριον τὰ πρόσωπα εἶναι συμμαζευμένα, σεμνά, μὲ τὸ φυσικόν των καὶ πάλιν χρῶμα, γεμᾶτα ἀπὸ φρόνησιν καὶ ἀκρίβειαν τῶν αἰσθήσεων ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρχει καμμία αἰτία ἐσωτερική, ἡ ὁποία νὰ ἐπισκοτίζῃ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας τοῦ σώματος.
Ἡ νηστεία εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐξομοιώνει κατὰ κάποιον τρόπον τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τοὺς Ἀγγέλους, ἡ ὁμόσκηνος τῶν Δικαίων, ὁ σωφρονισμὸς τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴ ἔκαμε τὸν Μωϋσῆν νομοθέτην, καρπὸς τῆς νηστείας εἶναι ὁ Σαμουήλ. Ἡ μήτηρ του Ἄννα, ἀφοῦ ἐνήστευσε, προσηυχήθη εἰς τὸν Θεόν. «Ἀδωναῒ Κύριε, Ἐλωῒ Σαβαώθ, ἐὰν εὐσπλαγχνισθῇς τὴν δούλην σου καὶ μὲ ἀξιώσῃς νὰ ἀποκτήσω υἱόν, ὑπόσχομαι νὰ τὸν ἀφιερώσω εἰς σέ! Οἶνον καὶ σίκερα δὲν θὰ πίῃ εἰς τὴν ζωήν του, μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ θανάτου του» (Α’ Βασιλ. α’ 11). Ἡ νηστεία ἀνέθρεψε τὸν μέγαλον Σαμψών, καὶ μέχρις ὅτου ἔμενε πλησίον αὐτοῦ, κατὰ χιλιάδας ἔπιπτον οἱ ἀντίπαλοί του καὶ αἱ πύλαι τῶν πόλεων ἐκρημνίζοντο καὶ οἱ λέοντες δὲν ἠδύναντο νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν δύναμιν τῶν χειρῶν του. Ὅταν ὅμως τὸν ἐκυρίευσεν ἡ μέθη καὶ ἡ πορνεία, τότε ἔγινεν αἰχμάλωτος τῶν ἐχθρῶν του, καὶ ἀφοῦ ἐστερήθη τῶν ὀφθαλμῶν, ἔγινε περίγελως τῶν παιδίων τῶν ἀλλοφύλων. Ὅταν ὁ Ἠλίας ἐνήστευσεν, ἐπὶ τρία ἔτη καὶ ἓξ μῆνας ἀπέκλεισε τὸν οὐρανὸν καὶ δὲν ἔδωσε βροχήν. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶδεν ὅτι ἀπὸ τὸν κόρον οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν ὑπερήφανοι καὶ αὐθάδεις, ἐπέβαλεν εἰς αὐτοὺς ἀναγκαστικῶς τὴν νηστείαν διὰ τοῦ λιμοῦ, ὁ ὁποῖος ἠκολούθησε τὴν ἀνομβρίαν. Διὰ τῆς νηστείας δὲ ἐσταμάτησε τὴν ἁμαρτίαν των, ἡ ὁποία εἶχε ξεχυθῆ ἀσυγκράτητος πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν, ἀνακόψας τὴν πρόοδον τῆς ἁμαρτίας διὰ τῆς νηστείας, ὡς νὰ ἦτο αὕτη πεπυρακτωμένος σίδηρος ἢ χειρουργικὸν νυστέρι.