Λόγος περὶ Νηστείας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Διὰ τοὺς μεγαλυτέρους κατὰ τὴν ἡλικίαν ἀνακουφίζει τὸν κόπον τῆς νηστείας ἡ ἐξοικείωσις μὲ αὐτὴν ἀπὸ μακροῦ. Διότι κόποι οἱ ὁποῖοι εἶναι γνωστοὶ ἀπὸ παλαιὰν συνήθειαν, δημιουργοῦν ὀλιγωτέρας δυσκολίας δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀσκηθῆ εἰς τοὺς κόπους αὐτούς. Διὰ τοὺς ὁδοιποροῦντας ἡ νηστεία εἶναι ἐλαφρὸς συνοδοιπόρος. Διότι ὅπως ἡ ἐπιθυμία τῆς τροφῆς τοὺς ἀναγκάζει νὰ μεταβάλλωνται εἰς ἀχθοφόρους διὰ νὰ μεταφέρουν μαζί των τὰ ἀπολαυστικὰ τρόφιμά των, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἡ νηστεία τοὺς κάμνει ἐλαφροὺς καὶ ταχεῖς εἰς τὴν ὁδοιπορίαν των. Ἄλλωστε καὶ ὅταν ἀναλαμβάνεται κάποια μακρινὴ ἐκστρατεία, οἱ στρατιῶται δὲν παίρνουν μαζί των τρόφιμα διὰ τρυφὴν καὶ ἀπόλαυσιν, ἀλλὰ μόνον τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα. Ἡμεῖς δέ, οἱ ὁποῖοι ἔχομεν τὴν ἀξίωσιν νὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καὶ μετὰ τὴν νίκην μας ἐναντίον των βιαζόμεθα νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν οὐράνιον πατρίδα μας, δὲν θὰ εἶναι κατὰ πολὺ καλύτερον ἐὰν ἀρκεσθῶμεν εἰς τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα, ὡς ἐὰν εὑρισκώμεθα εἰς κάποιο στρατόπεδον;

Κακοπάθησον λοιπὸν ὡς καλὸς στρατιώτης καὶ νίκησον εἰς τὸν ἀγῶνα αὐτὸν νομίμως διὰ νὰ κερδήσῃς τὸν στέφανον τῆς νίκης, ἔχων ὑπ’ ὄψιν σου, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται εἶναι εἰς ὅλα ἐγκρατής. Αὐτὸ δὲ τὸ ὁποῖον ἀνέφερα πρὸ ὀλίγου, δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀφήσω νὰ περάσῃ ἀσχολίαστον. Ὅτι δηλαδὴ διὰ τοὺς γνωστοὺς εἰς ὅλους μας στρατιώτας, ἀναλόγως μὲ τοὺς κόπους εἰς τοὺς ὁποίους ὑποβάλλονται, αὐξάνεται καὶ ἡ μερὶς τῆς τροφῆς. Διὰ τοὺς πνευματικοὺς ὅμως στρατιώτας συμβαίνει τὸ ἀντίθετον· ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος λαμβάνει ὀλιγωτέραν τροφήν, αὐτὸς θεωρεῖται καὶ καλύτερος. Ὅπως καὶ ἡ περικεφαλαία τὴν ὁποίαν φέρομεν κατὰ τὸν ἀγῶνα τοῦτον εἶναι τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν φθαρτήν.

Τὸ ὑλικὸν δηλαδὴ ἐκ τοῦ ὁποίου εἶναι κατεσκευασμένη ἡ περικεφαλαία εἶναι ὁ χαλκός, ἐνῷ ἐκείνη ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας (Ἐφεσ. ϛ’ 17). Καὶ ἡ μὲν ἀσπὶς ἡ ἰδική των εἶναι κατεσκευασμένη ἀπὸ ξύλον καὶ δέρμα, ἐνῷ ἡ ἰδική μας εἶναι ἡ Πίστις ἡμῶν (αὐτ. 16). Καὶ ὡς θώρακα ἡμεῖς ἔχομεν τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης (αὐτ. 14) μὲ τὸν ὁποῖον ἔχομεν περιφράξει τὸ σῶμα μας, ἐνῷ ἐκεῖνοι ὡς θώρακα ἔχουν ἕνα ἁλυσιδωτὸν χιτῶνα.