Λόγος περὶ Νηστείας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Καὶ διὰ τὴν ἄμυνάν μας ἡμεῖς μὲν ἔχομεν τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος (αὐτ. 17), ἐνῷ ἐκεῖνοι προβάλλουν δι’ ἄμυναν τὴν σιδηρᾶν μάχαιράν των. Τοιουτοτρόπως γίνεται φανερόν, ὅτι δὲν εἶναι καὶ διὰ τοὺς δύο κατάλληλοι αἱ ἴδιαι τροφαί, ἀλλὰ ἡμᾶς μὲν μᾶς δυναμώνουν τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας, ἐνῷ ἐκεῖνοι ἔχουν ἀνάγκην νὰ γεμίζουν τὴν κοιλίαν των. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ μᾶς ἔφερεν εἰς τὰς πολυποθήτους αὐτὰς ἡμέρας, ἂς τὰς ὑποδεχθῶμεν ὅλοι μὲ εὐχαρίστησιν, ὡς παλαιὰς τροφούς, διὰ τῶν ὁποίων ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὡδήγησε πρὸς τὴν εὐσέβειαν.

Ὅταν λοιπὸν πρόκειται νὰ νηστεύσῃς, μὴ γίνεσαι σκυθρωπὸς κατὰ τὸν τρόπον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ νὰ παρουσιάζῃς τὸν ἑαυτόν σου φαιδρόν, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Εὐαγγελίου (Ματθ. ϛ’ 16-18), χωρὶς νὰ πενθῇς διὰ τὴν ὀλιγοφαγίαν τῆς κοιλίας, ἀλλ’ εὐφραινόμενος μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὰς ἀπολαύσεις τοῦ πνεύματος. Γνωρίζεις βεβαίως, ὅτι αἱ σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι εἶναι ἐναντίον τοῦ πνεύματος, καὶ αἱ ἐπιθυμίαι τοῦ πνεύματος ἀντίθετοι πρὸς τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκὸς (Γαλ. ε’ 17). Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ δύο ταῦτα εἶναι ἀντίθετα τὸ ἓν πρὸς τὸ ἄλλο, ἂς ἐλαττώσωμεν τὴν ἀδυναμίαν τῆς σαρκός, ἄς αὐξήσωμεν δὲ τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς, ὥστε, ἀφοῦ διὰ τῆς νηστείας νικήσωμεν τὰ πάθη, νὰ φορέσωμεν εἰς τὰς κεφαλάς μας τοὺς στεφάνους τῆς ἐγκρατείας. Ἐμπρὸς λοιπόν, ἑτοίμασε τὸν ἑαυτόν σου ἵνα καταστῇ ἄξιος τῆς σεμνοτάτης νηστείας· μὴ καταστρέψῃς τὴν αὐριανὴν ἐγκράτειαν μὲ τὴν σημερινὴν μέθην. Εἶναι κακὴ καὶ πικρὰ ἡ σκέψις ὅτι, ἀφοῦ ἐντὸς πέντε ἡμερῶν ἔχει ὁρισθῆ δι’ ἡμᾶς νηστεία, σήμερον ἂς μεθύσωμεν ἕως ὅτου χορτάσωμεν. Κανεὶς ὅμως, ὅταν πρόκειται νὰ λάβῃ εἰς νόμιμον γάμον γυναῖκα, δὲν εἰσάγει εἰς τὸν οἶκον του ἑταίρας καὶ παλλακίδας. Διότι ἡ νόμιμος σύζυγος δὲν εἶναι βεβαίως δυνατὸν νὰ δεχθῇ νὰ συγκατοικῇ μετὰ τῶν διεφθαρμένων γυναικῶν.

Καὶ σὺ λοιπόν, ἐνῷ ἀναμένομεν τὴν νηστείαν, μὴ παρεμβάλλῃς πρὸ αὐτῆς τὴν μέθην, αὐτὴν τὴν κοινὴν πόρνην, τὴν μητέρα τῆς ἀναισχυντίας, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὸν γέλωτα, ἡ ὁποία χωρὶς καμμίαν δυσκολίαν καὶ κανένα δισταγμὸν ἠμπορεῖ νὰ διαπράξῃ οἱανδήποτε ἀσχημοσύνην. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν εἰς ψυχήν, τὴν ὁποίαν ἐμόλυνεν ἡ μέθη, νὰ εἰσέλθῃ ἡ ἐπιθυμία διὰ νηστείαν καὶ προσευχήν.