Λόγος εἰς τὴν Θεόσωμον ΤΑΦΗΝ τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ, εἰς τὸν ΘΡΗΝΟΝ τῆς ΠΑΝΑΓΙΑΣ καὶ εἰς τὴν ᾼΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΝ, Δαμασκηνοῦ Ὑποδιακόνου τοῦ Στουδίτου, τοῦ μετέπειτα Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἀλλὰ τί λέγω ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην μου; Πρὸς τὸν Υἱόν μου νὰ ὁμιλήσω, τὸν Υἱόν μου νὰ ἀποχαιρετήσω, διότι πλέον σωματικῶς εἰς τὴν γῆν δὲν θέλω ἴδει αὐτόν. Ὁ καιρὸς ἐνύκτωσε, ἡ ὥρα παρῆλθε καὶ πότε νὰ σὲ κλαύσω, Υἱέ μου; Πότε νὰ σὲ θρηνήσω; Πότε νὰ σὲ ἀποχαιρετήσω; Φοβοῦμαι ἡ δειλὴ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα ἤθελον νὰ σὲ κλαίω, τέκνον μου, διότι ἡ ἀγάπη Σου καίει τὴν καρδίαν μου. Νὰ ἦτο δυνατόν, Υἱέ μου, νὰ μὴ σὲ ἔθαπτον, ἀλλὰ νὰ σὲ ἔβλεπον πάντοτε. Νὰ εἶχον καιρὸν νὰ Σὲ κλαύσω, Υἱέ μου. Ὦ γῆ καὶ ἥλιε, φρίξατε, βλέποντες τὸ παράδοξον θαῦμα! Ὁ Ποιητής σας νεκρὸς φαίνεται, ὁ Κτίστης σας θάπτεται. Ὦ τέκνον μου, ποῦ εἶναι τὸ πρῶτον σου κάλλος, τὸ ὁποῖον εἶχες; Ποῦ εἶναι ἡ ὡραιότης σου καὶ τώρα φαίνεσαι ἄσχημος; Ὤ γνώμης πονηρᾶς τῶν Ἰουδαίων! Ὢ ἀπανθρωπίας τῶν φθονερῶν Ἑβραίων; Ὦ γένος κάκιστον καὶ παγκάκιστον! Τοὐλάχιστον ὡς οἱ λίθοι, οἱ ὁποῖοι ἐσχίσθησαν, δὲν εἶσθε καὶ σεῖς; Αὐτοὶ γνωρίζοντες τὸν Ποιητήν των, ὅτι ἐσταυρώθη, ἐσχίσθησαν· σεῖς δέ, μιαρώτατοι, δὲν ἐννοήσατε κἂν τόσον; Τὸ καταπέτασμα ἐσχίσθη εἰς τὸ μέσον καὶ σεῖς δὲν κατενύχθητε; Τὰ μνημεῖα ἠνεῴχθησαν, ἡ δὲ καρδία σας ἡ πεπονηρευμένη δὲν κατενύχθη εἰς θεογνωσίαν; Ὦ ἀχάριστον γένος! Ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη καὶ ἡ σελήνη ὁμοίως, σεῖς δέ, δὲν ἠκούσατε, ὅτι εἶναι Θεός; Τὰ ἀναίσθητα κτίσματα ἠννόησαν τὸν Κτίστην των καὶ σεῖς πῶς, ὦ ἀγνώμονες, δὲν ἐννοήσατε; Διατί ἐπωρώθητε; Διατί ἐτυφλώθητε; Διατί ἐσταυρώσατε τὸν ἠγαπημένον μου Υἱόν;

Ὦ πονηρότατε Ἰούδα καὶ ἀγνωμονέστατε, εἰς τόσην ἀγνωσίαν κατήντησας, ἄθλιε! Ὦ πόσην ἀσέβειαν εἶχες καὶ οὐδεὶς ἠδυνήθη νὰ σὲ ἐννοήσῃ, εἰμὴ μόνον ὁ ἠγαπημένος μου Υἱός! Ποσάκις σοῦ ἔλεγε διὰ παραβολῶν, πῶς θέλεις καταντήσει, ἀλλὰ δὲν μετεννόεις, τρισάθλιε. Οὔτε ἠννόεις, ἀναίσθητε ἄνθρωπε, ὅτι προεγνώριζε, ὅ,τι ἐπρόκειτο νὰ κάμῃς! Ποία ἦτο ἡ αἰτία σου; Ποία ἦτο ἡ πρόφασίς σου; Πτωχεία σου; Καὶ ποία; Ποία; Πότε ἐπείνασες καὶ δὲν εἶχες νὰ φάγῃς; Πότε ἐγυμνώθης καὶ δὲν εἶχες νὰ ἐνδυθῇς; Πότε ἄλλο τι πτωχικὸν ἔπαθες καὶ τὸν παρέδωκες; Διὰ νὰ ἀποκτήσῃς πλοῦτον; Διατί ὅμως; Δὲν εἶχες τίποτε; Σὺ εἶχες τὸν κορβανᾶν τῶν Ἀποστόλων καὶ τίποτε δὲν σοῦ ἔλειπε. Φανερὸν εἶναι, ὅτι ἀπὸ τὴν μιαρότητά σου καὶ τὴν κακογνωμίαν σου τὸν ἐπρόδωσες εἰς θάνατον. Ἐὰν ἠγάπας, κακότροπε, νὰ εἶσαι ἀκτήμων, διατί τὸν ἐπρόδωσες; Διὰ νὰ ἀποκτήσῃς πλοῦτον; Σὺ δὲν ἠγάπας πλοῦτον, ὡς ἔλεγες καὶ ὁ ἴδιος πρὸς τὸ θεαθῆναι. Ἐὰν δὲ ἠγάπας χρήματα καὶ πλοῦτον, ἀσεβέστατε, διατί ἦσο μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστὸς ἐδίδασκεν ἀκτημοσύνην;


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ τούτου ἐν σελίδι 625.

[2] Τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου εἰς τὴν Θεόσωμον Ταφὴν τοῦ Κυρίου, κατεχωρίσαμεν ἐν τῷ ἀνὰ χεῖρας τόμῳ πρὸ τοῦ παρόντος (σελ. 622-633).