Λόγος εἰς τὴν Νέαν Κυρακὴν τοῦ ΘΩΜΑ, ὅτι αἱ πληγαὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι Καταφυγὴ τῆς Ψυχῆς μας καὶ Πηγὴ τῆς Σωτηρίας μας, ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Πηγὴ εἶναι ἡ πλευρὰ τοῦ Δεσπότου μου, ὅπου χύνει ζωήρυτα νάματα, ποταμοὺς τῆς σοφίας, ποταμοὺς τῆς εὐσπλαγχνίας, ποταμοὺς τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων. Αὐτὴ ἡ πλευρὰ εἶναι ὅπου ἠνοίχθη εἰς τὸν οἶκον τοῦ Δαβίδ, ὡσὰν μία ἀκένωτος βρύσις τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, καὶ πρέπει νὰ ἔχω ἐγὼ φόβον, μήπως καὶ ἤθελα καῇ ὡς ὁ χόρτος. Αὐτὴ εἶναι ἡ βρύσις ὅπου δροσίζει καὶ παρηγορεῖ τοὺς λυπημένους, καὶ πῶς νὰ μὴν ἐγγίσω ἐγώ, ὅπου ἔχει κατακαμένην τὴν καρδίαν μου ὁ χωρισμὸς τοῦ Δεσπότου μου; Αὐτὴ εἶναι ἡ βρύσις ὅπου ζωογονεῖ, τρέφει τοὺς ἀρχαρίους, ἀνεβάζει εἰς τελείωσιν τοὺς ἀτελεῖς. Καὶ λοιπὸν τί τὸ παράδοξον εἶναι ἀνίσως ἐγώ, καὶ ἐπιθυμῶ νὰ ἐγγίσω τὴν χεῖρα, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἀκόμη καὶ τὴν ψυχὴν εἰς τοιαύτην πλευράν, ὅπου ἔχει δύναμιν νὰ μὲ φέρῃ εἰς τελείωσιν τοῦ Ἀποστολικοῦ χαρίσματος, νὰ μοῦ δώσῃ τὴν τροφὴν ἐκείνην τῆς σοφίας, τὴν ὁποίαν χρειάζεται ἕνας ὅστις μέλλει νὰ ἀντισταθῇ γυμνὸς ἐναντίον βασιλέων καὶ τυράννων; Ὦ χαριτωμένοι λογισμοὶ τοῦ Θωμᾶ! Ὦ ἀξιέπαινος τόλμην! Ἄμποτε νὰ συνεργοῦσεν ἡ Χάρις του καὶ ἡ πρεσβεία του νὰ ἐχύνετο καὶ μέσα εἰς τὰς ψυχὰς τούτων μου τῶν ἀκροατῶν ἡ ὄρεξις καὶ ἡ ἐπιθυμία ὅπου εἶχεν ἐκεῖνος εἰς τὸ νὰ ἐγγίσῃ εἰς τὰς πληγὰς τοῦ Διδασκάλου του.

Εἶχεν ὁ Θωμᾶς ἀγάπην καὶ ἐπιθυμίαν νὰ ἐγγίσῃ εἰς τὴν πλευρὰν τοῦ Δεσπότου ὄχι διὰ νὰ πωλήσῃ τὰ μυστήρια, ἀλλὰ διὰ νὰ αὐξήσῃ τὴν συγγένειαν καὶ τὴν ἀγάπην· «ποθῶν τὴν θέαν, λέγει ὁ μέγας Ἀθανάσιος, ἀπεστρέφετο τὴν ἀκοήν». Ἀγαποῦσε νὰ τὸν ἴδῃ καὶ νὰ τὸν φιλήσῃ, ὄχι ὡς ὁ Ἰούδας διὰ νὰ τὸν πωλήσῃ, ἀλλὰ διὰ νὰ τοῦ δώσῃ δύναμιν νὰ τὸν κηρύξῃ. Ἔκλειε τὰς ἀκοὰς εἰς τοὺς λόγους, τὸ νοσοκομεῖον τῶν ψυχῶν, ἡ πλευρὰ τοῦ Δεσπότου· πληγωμένην εἶχε τὴν ψυχὴν ὡσὰν μὲ βέλη ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔλεγαν· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον» (Ἰωάν. κ’ 25), διὰ τοῦτο ἐζήτει τοὺς τύπους τῶν ἥλων. Ἐζήτει νὰ ἐναγκαλισθῇ ἐκείνας τὰς χεῖρας, αἱ ὁποῖαι ἰάτρευσαν πολλούς, αἱ ὁποῖαι ἐθεράπευσαν τὰς χεῖρας τοῦ παραβάτου Ἀδάμ, ἔχων ἐλπίδα καλὴν ὅτι θέλουν ἰατρεύσει καὶ τὴν ἰδικήν του πληγωμένην ψυχήν. Δὲν ὑπελόγισε μήπω καὶ τὸν ὀνομάσῃ τις ὀλιγόπιστον. Εὐκαταφρόνητον πρᾶγμα εἶχε τὸ νὰ κατηγορηθῇ ἀπὸ ἀνθρώπους, μόνον νὰ ἐναγκαλισθῇ, νὰ φιλήσῃ, νὰ προσκυνήσῃ ἐκείνους τοὺς πόδας ὅπου καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν αἱματωμένοι, πληγωμένοι, ζητοῦσι τὴν ἀγάπην ἑνὸς Μαθητοῦ. Αὕτη λέγω ἡ ἐπιθυμία ἄμποτε καὶ νὰ ἐχύνετο σήμερον μέσα εἰς τὰς καρδίας τούτων μου τῶν ἀκροατῶν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐποιήθησαν ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμιανδρ. Ἱερωνύμου Σιμωνοπετρίτου.