Ω καὶ νὰ εἶχα σήμερον ὄχι μόνον φωνὴν διὰ νὰ ἀκούσετε εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ πίστιν, ὅσην ζητοῦσιν ἀπὸ ἐμὲ τὰ πληγωμένα πλευρὰ τοῦ Δεσπότου μου, καὶ τότε νὰ φωνάξω· «Ὡς θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου, Κύριε, καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί σου!». Προδίδεσαι, πωλεῖσαι ἀπὸ ἕνα μαθητὴν ὁ εὐεργετικώτατος Διδάσκαλος, ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, καὶ μακροθυμεῖς εἰς τὴν ἄδικον προδοσίαν, δὲν ἀποστρέφεσαι τὸ ἐπίπλαστον φίλημα τῆς προδοσίας, ὑπομένεις τόσα καὶ τόσα φρικτὰ πάθη, πληγώνεσαι ὅλος μετὰ χαρᾶς ἀπὸ τὴν κεφαλὴν ἕως εἰς τοὺς πόδας, ἀφήνεις τὸ πανάγιόν Σου Σῶμα νὰ τὸ ἴδῃ ὁ ἥλιος γυμνὸν καὶ ἀσκέπαστον, δὲν ἐμποδίζεις τὰς χεῖρας, ὡς παντοδύναμος ἐκείνων ὅπου σὲ καρφώνουν ἐπάνω εἰς ἕνα ξύλον, δὲν σοῦ φαίνεται βαρὺ νὰ σχισθῇ ἡ παναγία Σου πλευρά, ἀκόμη καὶ εἰς ἕνα καιρὸν ὅπου ἦτο ἄψυχος, καὶ ὕστερον ἀπὸ τόσα καὶ τόσα σημεῖα μιᾶς ἀγάπης τόσον ἀσυγκρίτου καὶ θερμοτάτης, πάλιν ζητεῖς νὰ δώσῃς καὶ ἄλλην ἀπόδειξιν τῆς ἰδικῆς σου ἀγάπης! Ὢ καὶ πῶς νὰ μὴ φωνάξω πάλιν, ὡς θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε! Ἔκαμες καὶ αὐτὰ τὰ ἄψυχα στοιχεῖα, τὴν γῆν μὲ τὸν ἰδικόν της τρόμον, τὸν οὐρανὸν μὲ τὸ σκότος, τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μὲ τὸ ἰδικόν του σχίσμα, τοὺς τάφους μὲ τὸ ἰδικόν τους ἄνοιγμα, τοὺς νεκροὺς μὲ τὴν ἰδικήν τους ἀνάστασιν, νὰ σὲ μαρτυρήσωσιν ὅτι ἤσουν ὄχι μόνον ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεὸς καὶ ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ πάλιν φωνάζεις· «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου», πάλιν λέγεις, «Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου» (Ἰωάν. κ’ 27).
Ἀληθῶς ἀνεξιχνίαστοι οἱ ὁδοί σου, ἀκατανόητος ἡ ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης σου· καὶ ἴσως νὰ τὴν ἐγνώρισε καθὼς πρέπει ἐκείνη ἡ πάγχρυσος ψυχὴ τοῦ Ἰωάννου, διὰ τοῦτο ἐφώναξε· «Μεγάλη τῆς ἀγάπης ἡ τυραννίς, πάντων ἀφίστησι, καὶ τῷ ποθουμένῳ προσδεσμεῖ τὴν ψυχήν». Αὐτὴ μόνη ἡ ἀγάπη ἡ ἰδική Σου, Χριστέ μου, ἡ ἀσύγκριτος καὶ ἀκατανόητος, εἶναι ὅπου σὲ παρεκίνησε νὰ ἀφήσῃς νὰ Σοῦ ἀνοιχθῇ ἡ πλευρά, αὐτὴ εἶναι ὅπου προσκαλεῖ σήμερον τὴν χεῖρα τοῦ Ἀποστόλου σου Θωμᾶ νὰ ἐγγίξῃ εἰς τὰς πληγάς Σου, νὰ ψηλαφήσῃ τὴν θερμότητα τῆς ἀγάπης Σου. Ὢ καὶ τάχα νὰ εἶδε ποτὲ ὁ ἥλιος ἄλλο πρᾶγμα καινότερον ὡσὰν τοῦτο, τὸν Ἰησοῦν Ἐσταυρωμένον, πληγωμένον, καὶ ὕστερον ἀπὸ τὴν πληγὴν νὰ ἀμφιβάλληται, ὅτι δὲν ἐπληγώθη ἀπὸ ἐκεῖνον δι’ ἀγάπην τοῦ ὁποίου ἐσταυρώθη;