Καὶ ἠθέλετε μοῦ εἴπει· ἐπειδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὕστερον ἀπὸ τὴν Ἀνάστασιν ἔγινεν ἔνδοξον, ἀπαθέστατον, λαμπρότατον, λεπτότατον, ὅπου νὰ περνᾷ καὶ διὰ μέσου κεκλεισμένων των θυρῶν, ἀκολουθεῖ νὰ ἦτο ἄψαυστον, ὡσὰν ὅπου δὲν εἶχεν ἐκείνην τὴν στερεότητα καὶ ἀντιτυπίαν τὴν πρώτην, πῶς λοιπὸν προσκαλεῖ ὁ Δεσπότης τὸν Θωμᾶν νὰ ἔλθῃ νὰ τὸν ψηλαφήσῃ; Ἀποκρίνεται ὁ Κύριλλος, ὁ θεόσοφος Χρυσόστομος, ὁ ἀξιέπαινος Θεοφύλακτος, ὅτι κατὰ θείαν πρόνοιαν ἐφυλάχθη ἐκεῖνος ὁ τρόπος τῆς ψηλαφήσεως, διὰ νὰ φύγῃ πᾶσα ἀμφιβολία. Τούτου ἕνεκεν ἄφησε καὶ νὰ φωνάξῃ ὁ Θωμᾶς· «Ἐὰν μὴ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν Αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (αὐτόθι). Ὡσὰν δηλαδὴ νὰ ἔλεγε· «Γνωρίζω ὅτι κάτοπτρον τῶν Μυστηρίων εἶναι αἱ πληγαὶ τοῦ Δεσπότου, καὶ ἂν δὲν σκύψω ἀπὸ κοντὰ νὰ ἴδω μέσα εἰς αὐτὸ τὸ μέγα καὶ ἀκατάληπτον τῆς οἰκονομίας Μυστήριον, πῶς μέλλω νὰ κηρύξω εἰς τὴν οἰκουμένην Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί; Ἂν δὲν ἴδω μέσα εἰς αὐτὸ τὸ κάτοπτρον ἐκείνην τὴν κάμινον τῆς ἀκαταλήπτου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πῶς θέλω παραστήσει εἰς τὴν Αἰθιοπίαν, ὅτι ἐπεσκέψατο ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἐξ ὕψους; Ἂν δὲν ἴδω μέσα εἰς αὐτὸ τὸ κάτοπτρον τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Διδασκάλου μου Χριστοῦ πάλιν γυμνωμένην, ὅμως ἐπάνω εἰς τὴν ὑπόστασιν τῆς Θεότητος στερεωμένην, πῶς θὰ δυνηθῶ νὰ τὸν κηρύξω, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ Πατρός; Ἀφῆτέ με, ἀφῆτέ με, ὦ συμμαθηταί, νὰ βάλω τοὺς δακτύλους μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, διότι Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ Λίθος περὶ τοῦ ὁποίου γράφει ὁ Ζαχαρίας, ὅτι εἶχεν ἑπτὰ ὀφθαλμούς, μέσα εἰς τοὺς ὁποίους ὡσὰν εἰς καθρέπτην λαμπρότατον, βλέπω ὅτι λάμπουσι τὰ ἑπτὰ Μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἐδίδαξεν ὁ Διδάσκαλός μου. Μέσα ἀπ’ αὐτοῦ περισσότερον παρὰ ἀπὸ καμμίαν ἄλλην ἀπόδειξιν καὶ μαρτυρίαν δύναμαι νὰ γνωρίσω τὴν ἀνήκουστον ὑπομονὴν ὅπου ἔδειξεν εἰς τὰ Πάθη Του ὁ Κύριός μου, τὴν ἀκροτάτην ὑπακοὴν ὅπου ἔδειξεν εἰς τὸν ἄναρχόν Του Πατέρα καὶ τότε νὰ τὸν κηρύξω εἰς τὴν οἰκουμένην, ὅτι ὑπήκουσε μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ. β’ 8).
Τολμηρὸν πρᾶγμα καὶ σκληρὰ ἀπιστία εἶναι τὸ νὰ ἐγγίζω ἐγὼ ὁ χόρτος εἰς τὴν πλευρὰν ἐκείνην τὴν τεθεωμένην, μέσα ἐκεῖ ὅπου λάμπει τὸ πῦρ τὸ ἄκτιστον τῆς θεότητος, ὅμως παίρνει τὸν φόβον ὁ Ζαχαρίας ἐκεῖ ὅπου λέγει «ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη ἔσται ἠνεῳγμένη πηγὴ τῷ οἴκῳ Δαβίδ».