Λόγος εἰς τὴν Νέαν Κυρακὴν τοῦ ΘΩΜΑ, ὅτι αἱ πληγαὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι Καταφυγὴ τῆς Ψυχῆς μας καὶ Πηγὴ τῆς Σωτηρίας μας, ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Καὶ πάλιν ὁ πληγωμένος νὰ μὴ ἀγανακτῇ εἰς τὴν ὀλίγην πίστιν τοῦ φίλου, ἀλλὰ νὰ ζητῇ ὄχι μόνον τὴν ἀπόδειξιν ὅπου γίνεται διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκείνην ὅπου γίνεται διὰ τῆς ψηλαφήσεως τῶν χειρῶν; Καὶ τί παράδοξον θέαμα τοῦτο; Ὁ Βασιλεὺς πληγωμένος δι’ ἀγάπην τοῦ δούλου, καὶ διὰ νὰ τοῦ λύσῃ τὴν ἀμφιβολίαν, στέκεται ἔμπροσθεν εἰς τὸν δοῦλον, ἀνοίγει τὰς πληγάς, ζητεῖ τὰ δάκτυλα τοῦ δούλου νὰ ἐγγίξωσιν εἰς τὰς πληγὰς τοῦ Δεσπότου, διὰ νὰ χωρέσῃ μὲ ἐκεῖνο τὸ ἐγγίξιμον ἡ θερμότης τῆς ἀγάπης εἰς τὴν καρδίαν τοῦ δούλου. [1]

Δὲν εἶδε ποτέ, δὲν εἶδεν ὁ ἥλιος τοιοῦτον πρᾶγμα καινόν, οὔτε ἠκούσθη εἰς ἄλλο πρόσωπον τοιαύτη συγκατάβασις. Φθάνει εἰς τὸν στρατιώτην νὰ ἀκούσῃ ὁ βασιλεύς του ὅτι ἐπληγώθη διὰ τὴν ἀγάπην του, καὶ ἄλλην μαρτυρίαν δὲν τοῦ ζητεῖ διὰ νὰ τὸν τιμήσῃ. Φθάνει εἰς τὸν ἀθλητὴν νὰ ἀκουσθῇ ὅτι ἐπῆρε τὴν νίκην, καὶ παρευθὺς τοῦ δίδεται ὁ στέφανος. Εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἠκολούθησε τοῦτο, νὰ πληγωθῇ καὶ νὰ νικήσῃ καὶ πάλιν νὰ ζητῆται καὶ ἡ ἰδία τῶν χειρῶν ψηλάφησις. Ὑπομένει καὶ τοῦτο Ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἀποστρέφεται κανένα εἶδος τιμωρίας διὰ τὴν ἀγάπην σου, ἄνθρωπε, μόνον διὰ νὰ γνωρίσῃς σύ, ὅτι διὰ τὴν σωτηρίαν τὴν ἰδικήν σου εἶναι ἐστολισμένος μὲ τόσας πληγάς, μόνον διὰ νὰ μάθῃς, ὅτι αὐταὶ αἱ ἰδικαί Του πληγαὶ εἶναι τὸ καταφύγιον τῆς ἰδικῆς σου ψυχῆς, ἡ πηγὴ τῆς ἰδικῆς σου σωτηρίας, καὶ διὰ νὰ καταλάβῃς πλατύτερα τοῦτο, δὲν εἶναι πρᾶγμα πολὺ νὰ μοῦ δώσῃς μίαν ἀκρόασιν ἀτάραχον.

Ἐκεῖ εἰς τὸ κεφάλαιον τοῦ ᾌσματος, παρακαλῶ τὴν ἡμετέραν ἀγάπην, νὰ ἔλθῃ διὰ νὰ ἀκούσῃ καὶ νὰ πληροφορηθῇ αὐτὸ ὅπου τῆς ἔταξα, ὅτι αἱ πληγαὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι καταφύγιον καὶ σκέπη τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν φωνάζει ἐκεῖ· «Σὺ περιστερά μου ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας». Πέτρα ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν μακάριον Παῦλον ὁ Χριστός, περιστερὰν λέγει τὴν ψυχὴν Γρηγόριος ὁ Διάλογος. Προσκαλεῖ λοιπὸν τὴν ψυχήν, τὴν νοητὴν περιστεράν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς τὴν σκέπην αὐτῆς τῆς Πέτρας, καὶ ὅσας φορὰς τὴν κυνηγᾷ ὁ νοητὸς ἱέραξ διάβολος μὲ τὴν χεῖρα ἑνὸς τυράννου, διὰ νὰ τῆς πάρῃ τὴν ζωὴν ἡ ὁποία εἶναι ἡ Πίστις, νὰ τρέχῃ ὡς ἡ περιστερὰ εἰς τὴν σκέπην τῆς Πέτρας, καὶ εἰς τὰς πληγὰς τῆς νοητῆς Πέτρας, τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκεῖ μέσα παίρνουσα ἡ ψυχὴ μίαν ἀνδρείαν μὲ τὴν μίμησιν τοῦ δεσποτικοῦ Πάθους, φεύγει τὸν κίνδυνον τῆς ἀρνήσεως, τὸν ψυχικὸν θάνατον. Μέσα εἰς αὐτὴν τὴν σκέπην προσκαλεσθεὶς καὶ ὁ Θωμᾶς σήμερον ἐδιδάχθη τὸ Μυστήριον τῆς Θεότητος, διὰ τοῦτο ἄλλο ἐψηλάφησε καὶ ἄλλο ὡμολόγησε· σῶμα ἐψηλάφησε, καὶ Θεὸν καὶ Κύριον ἐμαρτύρησεν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐποιήθησαν ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμιανδρ. Ἱερωνύμου Σιμωνοπετρίτου.