Νέα Κυριακὴ σήμερον· ἂς ἀνακαινισθῇ λοιπὸν πᾶσα ἡλικία καὶ γένος ἀνθρώπων. Οἱ γέροντες ἂς ἐνδυθῶσι τὸ καθαρόν, τὸ ἀμνησίκακον, τὸ ἀναμάρτητον τῆς εὐαγγελικῆς νεότητος, καὶ ἂς ἐκδυθῶσι τὸ πεπαλαιωμένον, τὸ σεσαθρωμένον, τὸ βαρὺ καὶ μισητὸν ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας. Οἱ νέοι ἂς ἐνδυθῶσι τὴν σεμνότητα, τὴν φρόνησιν τὴν γηραλέαν, καὶ ἂς ἐκδυθῶσι τὴν ἀναισχυντίαν, τὴν αὐθάδειαν, τὴν ἀνυποταξίαν. Ἂς ἀνακαινισθῇ καὶ τὸ τάγμα τῶν γυναικῶν, ἂς μισήσωσιν ἐκεῖνα ὅπου στολίζουσι τὰς παλλακίδας τῶν βασιλέων, τὰ χρυσᾶ καὶ πολυτελῆ φορέματα. Ἂς μισήσωσι τῆς ὑπερηφανείας τοῦ διαβόλου τὰ γνωρίσματα. Ἂς στολισθῶσι μὲ τῆς σωφροσύνης τὸν καθαρώτατον στέφανον, μὲ τῆς κατανύξεως τὸ πολύτιμον ἐγκόλπιον, μὲ τῆς φιλοπτωχίας τὰ πολύτιμα βραχιόλια, μὲ τῆς φιλανδρείας τὸ χρυσόπλαστον ἔνδυμα. Αἱ παρθένοι ἂς ἀνακαινισθῶσι μὲ τὴν ἀσύγκριτον ταπεινοφροσύνην τοῦ Διδασκάλου τῶν παρθένων, μὲ τὴν καθαρότητα τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν κατάνυξιν καὶ τὸν ἁγιασμὸν τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας. Αὐτὴν ἂς ἔχωσι φύλακα τῆς ἰδικῆς των παρθενίας, αὐτὴν ἂς στήσωσι κάτοπτρον τῆς ἰδικῆς των ὡραιότητος. Τοιουτοτρόπως ἂς ἀνακαινισθῶμεν ὅλοι σήμερον, νέοι καὶ γέροντες, ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, Ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ διὰ τὴν ἀγάπην Ἐκείνου ὅστις ἔγινεν ἄνθρωπος, διὰ νὰ κάμῃ ἡμᾶς θεούς, ὅστις ἔγινεν ὁ παλαιὸς τῶν ἡμερῶν διὰ νὰ ἐκδύσῃ ἀπὸ ἡμᾶς «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ» (Κολ. γ’ 9), καὶ νὰ ἐνδύσῃ τὸν νέον. Δι’ ἀγάπην Ἐκείνου ὅστις δὲν ἀπεστράφη τὴν ψηλάφησιν τοῦ Θωμᾶ, ἂς ἀνακαινίσωμεν, ἂς ζωντανεύσωμεν καὶ ἡμεῖς σήμερον τὴν ὀλίγην μας πίστιν, ἂς ἐξυπνήσωμεν τὴν κοιμωμένην ἀγάπην ὅπου εἴχομεν ὡς τώρα εἰς τὸν Θεόν, ἂς τιμήσωμεν τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς μὲ τὸν ἀνακαινισμὸν τῆς ἰδικῆς μας ζωῆς.
Τοῦτον τὸν ἀνακαινισμὸν τῆς ψυχῆς μᾶς τὸν ζητοῦσιν αἱ πληγαὶ τοῦ Χριστοῦ σήμερον, ὅπου διὰ ταύτην τὴν ψυχικὴν ἀνακαίνισιν ἠνοίχθησαν, καὶ διὰ ταύτην φυλάττονται ἀνοικταὶ ἕως τὴν σήμερον. Καὶ λοιπὸν ἂς μὴ φανῶμεν ἀχάριστοι εἰς τοιοῦτον φιλάνθρωπον Δεσπότην, ὅστις ἐπληγώθη διὰ νὰ ἰατρεύσῃ τὰς ἰδικάς μας πληγάς. Ἂς μὴν ἀποστραφῶμεν τὴν ἀγάπην Του, τὴν ὁποίαν διὰ νὰ γνωρίσωμεν ὅτι εἶναι θερμὴ καὶ μεγάλη καὶ ἀκατανόητος, ἤνοιξε τὴν πλευράν. Ἂς μὴ προτιμήσωμεν τὴν ἀγάπην τοῦ κόσμου, τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, ἀπὸ τὴν ἀγάπην Αὐτοῦ τοῦ Δεσπότου, ὅστις ἄφησε τὸν ναὸν τοῦ ἰδικοῦ Του Σώματος νὰ σχισθῇ καὶ νὰ πληγωθῇ πανταχόθεν, διὰ νὰ κάμῃ ἡμᾶς ναὸν τοῦ Θεοῦ.