Σημείωσις περὶ τοῦ Ἑορτασμοῦ τοῦ Ἁγίου Πάσχα.

Λοιπὸν ἔπρεπε, κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον, νὰ προτιμήσουν καὶ οἱ Λατῖνοι τὴν συμφωνίαν καὶ ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας περισσότερον ἀπὸ τὴν παρατήρησιν τῶν χρόνων (τῆς ἰσημερίας δηλαδὴ ὅπου ἐκατέβη τώρα εἰς τὰς 11 Μαρτίου οὖσα ἐπὶ τῆς πρώτης συνόδου εἰς τὰς 21 Μαρτίου) καὶ νὰ ἑορτάζουν τὸ Πάσχα μὲ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ ὄχι νὰ ἀτιμάζουν τοὺς τριακοσίους ἐκείνους θεοφόρους καὶ πνευματοφόρους Πατέρας, ὅπου ἐνομοθέτησαν τοῦτο κατὰ θεῖον φωτισμόν, νομίζοντες τούτους ὡς ἀνοήτους καὶ ὑβρίζοντες καὶ τὴν κοινὴν μητέρα πάντων ἡμῶν Ἐκκλησίαν. Διότι (λέγει ἀκολούθως ὁ χρυσοῦς ρήτωρ), ἂν καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔσφαλε, βέβαια δὲν ἤθελε κατορθωθῆ τόσον μεγάλον καλὸν ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ ταύτην φύλαξιν τοῦ καιροῦ, ὅσον μεγάλον κακὸν ἤθελε προξενηθῆ ἀπὸ τὴν διαίρεσιν αὐτὴν καὶ τὸ σχίσμα, τὸ ἀπὸ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ λέγει· «δὲν φροντίζει ὁ Θεὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία διὰ τοιαύτην παρατήρησιν τῶν χρόνων καὶ ἡμερῶν πάρεξ διὰ μοναχὴν τὴν ὁμόνοιαν καὶ εἰρήνην».

Καὶ βλέπε, ἀγαπητέ, πῶς ὁ θεῖος Χρυσόστομος ὀνομάζει σχισματικοὺς τοὺς Λατίνους, διότι ἐκαινοτόμησαν τὸ πασχάλιόν τους καὶ ἡμερολόγιον, ὄχι διότι δὲν εἶναι τοῦτο, ὅσον κατὰ τὴν ἰσημερίαν, ὀρθόν· διότι καὶ ἡμεῖς βλέπομεν πὼς ἡ ἰσημερία ἀληθῶς ἔμεινεν ὀπίσω ἡμέρας ια’, ἀλλὰ διότι ἐχωρίσθησαν κατὰ τοῦτο ἀπὸ ἡμᾶς, τὸ ὁποῖον εἶναι ἔγκλημα ἀσυγχώρητον, κατὰ τὸν αὐτὸν Ἅγιον. Διότι λέγει ἐν τῷ αὐτῷ λόγῳ ὅτι τὸ νὰ νηστεύσῃ τις καὶ τὸ νὰ κάμῃ Πάσχα εἰς τοῦτον τὸν καιρὸν ἢ εἰς ἐκεῖνον, μετὰ τὴν εἰκοστὴν πρώτην τοῦ Μαρτίου, θετέον, ὡς κάμνομεν ἡμεῖς οἱ Ὁρθόδοξοι, ἢ μετὰ τὴν ἑνδεκάτην Μαρτίου, ὡς κάμνουσιν οἱ Λατῖνοι, τοῦτο δὲν εἶναι ἔγκλημα. «Τὸ δὲ νὰ σχίσῃ τις τὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ ἀντιστέκηται φιλονείκως, καὶ νὰ χωρίζῃ τὸν ἑαυτόν του πάντοτε ἀπὸ τὴν κοινὴν σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον, καὶ κατηγορίας ἄξιον, καὶ πολλὴν ἔχει τὴν κόλασιν καὶ τιμωρίαν». Ἂς γνωρίζουν δέ, ὅτι καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ὅπου μετὰ τὴν πρώτην ἔγιναν καὶ οἱ λοιποὶ Πατέρες ἔβλεπον καὶ καὶ αὐτοί, ὡς σοφοὶ ὅπου ἦσαν, ὅτι ἐκατέβη πολὺ ἡ ἰσημερία· ἀλλ’ ὅμως δὲν ἠθέλησαν νὰ τὴν μεταθέσουν ἀπὸ τὴν κα’ (21ην) Μαρτίου, ὅπου τὴν εὗρεν ἡ Ἁγία Α’ Σύνοδος προτιμῶντες περισσότερον τὴν συμφωνίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνωσιν ἀπὸ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἰσημερίας,