Τῇ ΚΗ’ (28ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Οσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ, διασωθέντος ἀπὸ τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους ἐν ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ σοϛ’ (276).

Ὁ δὲ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ ἀπεκρίθη· «Ὦ δικαστά, ἐὰν αὐτὰ τὰ κωφὰ καὶ ἄψυχα ξόανα εἶναι θεοί, δὲν κάμνεις καλὰ νὰ μακροθυμῇς διὰ τὰς ὕβρεις, τὰς ὁποίας τοὺς λέγω· εἰ δὲ καὶ δὲν εἶναι θεοί, καθὼς καὶ τῇ ἀληθείᾳ δὲν εἶναι, ματαίως κοπιάζεις παρακινῶν με νὰ κάμω παράνομα πράγματα διότι κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν θὰ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸν ζῶντα ἀληθινὸν Θεόν, καὶ νὰ λατρεύσω τοὺς μιαροὺς δαίμονας· διότι εἷμαι ἀκόλουθος καὶ μιμητὴς τῆς περιφήμου ἐκείνης Θέκλης τῆς Πρωτομάρτυρος, ἡ ὁποία ὡς ἄλλος ἥλιος λάμπει μὲ τὰς ἀκτῖνας τοῦ Μαρτυρίου εἰς ταύτην τὴν πόλιν τῶν Ἰκονιέων· ὁμοίως εἶμαι καὶ μαθητὴς τοῦ μεγάλου κήρυκος τῆς εὐσεβείας Παύλου, τοῦ παρακινήσαντος ἐνθέως αὐτὴν τὴν Θέκλαν νὰ ὑπομείνῃ τὰ βάσανα τοῦ Μαρτυρίου, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ· ὅθεν καὶ ἐγὼ σήμερον ἐμπρὸς εἰς ὅλους λέγω, κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον· «Ποῖον πρᾶγμα δύναται νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμός, ἢ πεῖνα, ἢ ἁρπαγὴ τῶν ὑπαρχόντων, ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα, ἢ ἄλλο τι κακόν, ἢ καλὸν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα; Ὄχι! κανὲν τοιοῦτον δὲν θὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου».

Ὁ δὲ ἐξουσιαστής, ἐπιθυμῶν νὰ ἑλκύσῃ εἰς ἑαυτὸν τὸν θεῖον Χαρίτωνα, τοῦ λέγει μὲ πραεῖαν φωνήν· «Ὦ καλὲ Χαρίτων, ἐὰν τὰ σεβάσματά μας δὲν εἶναι θεοί, καθὼς σὺ λέγεις, πῶς οἱ σεβαστοὶ βασιλεῖς, οἱ προσκυνοῦντες αὐτὰ καὶ πιστεύοντες ὡς καὶ ἡμεῖς οἱ ἐξουσιασταί, ἀπολαμβάνομεν παρ’ αὐτῶν πᾶσαν δόξαν καὶ εὐτυχίαν;». Ὁ δὲ Μάρτυς εἶπε· «Πολλὰ πεπλανημένοι εἶσθε σεῖς οἱ εἰδωλολάτραι, ὁμολογοῦντες ὅτι εἷναι θεοὶ τὰ γλυπτὰ ξόανα, τὰ κατεσκευασμένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα δὲν μετέχουσι παντελῶς οὔτε ἀπὸ λόγον καὶ νοῦν οὔτε ἀπὸ ζῶσαν αἴσθησιν· καθὼς τὸ λέγει ἡ ἰδική μας Ἁγία Γραφή, ὅτι «τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων. Στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται. Ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἐνωτισθήσονται, οὐδὲ γάρ ἐστι πνεῦμα ἐν τῷ στόματι αὐτῶν. Ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτά, καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτοῖς». (Ψαλμὸς ρλθ’, ιε’-ιθ’). Ἐὰν ἀμφιβάλλῃς, ὦ δικαστά, ὅτι δὲν εἶναι ἀληθῆ αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπον, δοκίμασε πραγματικῶς, διὰ νὰ βεβαιωθῇς· βάλε πυρὰν εἰς τὰ εἴδωλα, πρόσταξε νὰ συντρίψωσι τὰ σκέλη των, καὶ τότε θὰ πληροφορηθῇς διὰ τῆς δοκιμῆς σου, ὅτι εἶναι παντελῶς ἀναίσθητα καὶ δὲν δύνανται νὰ σαλεύσωσιν ἢ νὰ λαλήσωσιν ἢ νὰ βλάψωσιν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὰ ἀφανίζουσιν».