Ἡ θεία ὅμως δύναμις, ἥτις ἐνίσχυε τὰς ἀδελφὰς τῆς Ἁγίας, ἐβοήθει καὶ αὐτὴν καὶ δεν ᾐσθάνετο οὔτε πόνον τελείως εἰς τὰ μέλη της, οὔτε τῆς ἔκαμε καμμίαν βλάβην τὸ μηχάνημα. Ὅθεν πάλιν ἐπρόσταξε καὶ ἤναψαν τὴν κάμινον, τὴν ὁποίαν ἐξέκαυσαν περισσότερον πάσης προγενεστέρας, οὕτως ὥστε ἐφαίνετο ὡς θάλασσα πυρός, καὶ τότε λέγει πρὸς τὴν κόρην ὁ τύραννος· «Βλέπεις αὐτὴν τὴν φοβερὰν κάμινον, ἥτις ἡτοιμάσθη διὰ σέ; στοχάσου λοιπόν, ὅτι ἀλλέως δὲν γλυτώνεις ἀπ’ αὐτήν, παρὰ μόνον ἂν κάμῃς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σὲ προστάζουν· ἐγὼ ὅμως θέλω δείξει φιλανθρωπίαν πρὸς σέ, ἐπειδὴ λυποῦμαι τὴν νεότητά σου· ἕνα καὶ μόνον λόγον εἰπέ, ὅτι μεγάλη εἶναι ἡ θεὰ Ἄρτεμις, καὶ ὕπαγε ἐλευθέρα ὅπου βούλεσαι». Ἡ δὲ ἄμωμος νύμφη τοῦ Χριστοῦ ἀπεκρίθη λέγουσα· «Μὴ γένοιτο νὰ εἴπω λόγον παράνομον καὶ νὰ μολύνω τὴν γλῶσσάν μου, ἥτις πρέπει νὰ λαλῇ καὶ νὰ προφέρῃ μὲ καθαρότητα τὸ φοβερὸν ὄνομα τοῦ ποιητοῦ μου, καὶ ὄχι τὸ ἀκάθαρτον ὄνομα τῶν δαιμόνων».
Τότε ὁ παράνομος δικαστὴς ἐπρόσταξε μετὰ θυμοῦ νὰ ρίψουν τὴν Ἁγίαν εἰς ἐκείνην τὴν κάμινον. Ἀλλ’ εὐθὺς ὡς ἤκουσε τὸ πρόσταγμα τοῦ τυράννου ἡ μακαρία Ἀγάπη, ἀπὸ τὴν ὑπερβάλλουσαν πρὸς Χριστὸν ἀγάπην ἐπήδησε μόνη εἰς τὸ μέσον τοῦ πυρός, τὸ ὁποῖον διεχύθη ἀπὸ τὴν κάμινον καὶ κατέκαυσε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας. Ἔφθασε δὲ τὸ πῦρ καὶ εἰς αὐτὸν τὸν μιαρὸν δικαστήν, καὶ ἔκαυσε μέρος τοῦ σώματός του, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀσέβειάν του, καὶ δεύτερον διὰ νὰ ἐννοήσῃ οὗτος, ὅτι μάχεται ἐναντίον θείας δυνάμεως. Πλὴν ὅμως ὁ πεπωρωμένος καὶ μὲ ὅλον ὅτι εἶχε τὴν πληγὴν τοῦ πυρός, πάλιν ἔστειλε στρατιώτας νὰ φέρουν ἔμπροσθέν του τὴν Μάρτυρα, διὰ νὰ τὴν ὑποβάλῃ καὶ εἰς ἑτέραν βάσανον. Οἱ ἀπεσταλμένοι ὅμως ἐκεῖνοι εἶδον ἐκεῖ πέριξ τῆς Ἁγίας νέους τινὰς λευκοφόρους, μὲ ἀστράπτουσαν ὡραιότητα, οἱ ὁποῖοι ἐφάνησαν εἰς τὴν κάμινον, ὅταν εἰσῆλθεν ἡ Ἁγία εἰς αὐτήν· ὅσοι δὲ ἥπλωσαν τὰς χεῖρας αὐτῶν διὰ νὰ συλλάβωσι τὴν Μάρτυρα, ὑπέστησαν παράλυσιν αὐτῶν καὶ δὲν ἠδύναντο οὔτε κἂν νὰ κινήσουν ὀλίγον αὐτάς, ἀλλὰ μόνον διὰ λόγου τὴν ἐκάλουν λέγοντες· «Ἔξελθε, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν κάμινον, ὁ δικαστὴς σὲ καλεῖ». Ἐξῆλθεν ὅθεν ἡ Ἁγία ἀπὸ τὴν κάμινον, χωρὶς νὰ βλαβῇ ἀπὸ τὸ πῦρ οὔτε κἂν μία τρίχα τῆς κεφαλῆς της.
Βλέπων ὁ ἀσύνετος τύραννος τὰ θαυμάσια ταῦτα κατορθώματα, τῆς πίστεως, ἀντὶ νὰ θαυμάσῃ τοῦ Χριστοῦ τὴν δύναμιν, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ἦτο ἡμίκαυστος, ἐδαιμονίσθη ὁ ἄθλιος περισσότερον καὶ ἐπρόσταξε νὰ καρφώσουν ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας μὲ καρφιὰ ὀξέα.