Κατὰ τὸ διάστημα τῶν τριῶν τούτων ἡμερῶν δὲν ἔπαυεν ἡ εὐλογημένη ἐκείνη μήτηρ νὰ διδάσκῃ τὰς θυγατέρας της, λέγουσα πρὸς αὐτὰς ταῦτα· «Ἐγὼ μέν, ὦ τέκνα μου ποθεινότατα, ἀφοῦ σᾶς ἐγέννησα κατὰ σάρκα, σᾶς ἀνέθρεψα καὶ κατὰ πνεῦμα, σᾶς ἐστόλισα μὲ τὰ ἱερὰ γράμματα, σᾶς ὥπλισα μὲ νουθεσίας καὶ ἐκπαίδευσιν ἀρετῶν, ὡς καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ἰδικῆς μου πολιτείας, διὰ νὰ δύνασθε νὰ ἀντεπεξέρχεσθε εἰς καιρὸν πολέμου σατανικοῦ. Ἰδοὺ τώρα ὅτι ἔστησεν ὁ διάβολος πόλεμον καθ’ ἡμῶν· ὅθεν τώρα θέλει φανῇ ὁ ὠφέλιμος καρπὸς τῶν ἰδικῶν μου διδαχῶν. Προσέχετε, τέκνα μου, μήπως ἡ πρόσκαιρος βάσανος δαμάσῃ τὴν πολυχρόνιον μελέτην τῆς εἰς Χριστὸν ὁμολογίας, μήποτε ἤθελε νικήσει τὸ ἀνίσχυρον ψεῦδος τὴν τὰ πάντα δυναμένην ἀλήθειαν».
Καὶ πάλιν συνεχίζουσα ἡ Ἁγία ἔλεγεν· «Μὲ κάμνει, τέκνα μου, νὰ ὑποπτεύωμαι ἡ νεότης τῆς ἡλικίας σας· ὅμως ἔχετε ὅλον τὸ θάρρος σας εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ αὐτὸς θέλει σᾶς βοηθεῖ μὲ τὴν ἐξ ὕψους ἄμαχον αὐτοῦ δύναμιν. Χαρίσατε, τέκνα μου, δύναμιν εἰς τὸ γῆρας τὸ ἰδικόν μου, τὸ ὁποῖον μὲ τοὺς ἀγῶνας τοὺς ἰδικούς σας θὰ ἀναλάβῃ ἀπὸ τὴν χαρὰν δύναμιν νεανικήν. Ἂν φυλάξητε, τέκνα μου, ἕως τέλους ἀνίκητον τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν, θέλετε στεφανωθῇ παρὰ τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου μὲ ἀμαράντους στεφάνους, ἀπολαμβάνουσαι αἰωνίως δόξαν καὶ τρυφὴν ἀνεκδιήγητον εἰς τὴν ἐπουράνιον αὐτοῦ Βασιλείαν. Μεγάλη φρόνησις καὶ γνῶσις εἶναι νὰ ἀνταλλάξῃ τις τὰ μικρὰ τοῦ κόσμου τούτου πράγματα μὲ τὰ μεγάλα, νὰ δώσῃ πρόσκαιρα καὶ νὰ λάβῃ αἰώνια. Ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου πλέον μεγαλύτερον καὶ τιμιώτερον ἀγαθὸν εἶναι νὰ ἐξαγοράσῃ τις ἀντὶ ὀλίγου αἵματος, τὸ ὁποῖον θὰ χύσῃ διὰ τὸν Χριστόν, τὴν Βασιλείαν αὐτοῦ τὴν οὐράνιον».
Εἰς ταύτας τὰς μητρικὰς νουθεσίας ἀπεκρίθησαν τὰ εὐλογημένα κοράσια· «Σὺ μέν, ὦ σεβασμία μῆτερ, καθὼς μᾶς ἐστήριξας μὲ τὰς καλάς σου νουθεσίας, οὕτως ἐνδυνάμωσόν μας καὶ μὲ τὰς ἱεράς σου εὐχάς· ὁ δὲ Δεσπότης Χριστός, ὅστις παρήγγειλεν, ὅτι ὁπότε παρασταθῆτε ἐμπρὸς εἰς τὰ κριτήρια τῶν βασιλέων καὶ τῶν τυράννων, μὴ φροντίζητε οὔτε νὰ προμελετᾶτε πῶς ν’ ἀπολογηθῆτε, ἐκεῖνος θέλει μᾶς δώσει σοφίαν, διὰ τῆς ὁποίας νὰ νικήσωμεν τὴν ἀνόητον σοφίαν τῶν Ἑλλήνων καὶ δύναμιν διὰ νὰ κατατροπώσωμεν τῶν πεπλανημένων τὴν ἀσέβειαν». Ὅτε δὲ παρῆλθεν ἡ προθεσμία τῶν τριῶν ἡμερῶν, ἐφέρθησαν αἱ παρθένοι μόναι εἰς ἐξέτασιν ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος, ὡς πεπονηρευμένος ὅπου ἦτο, ἐσυλλογίσθη, ὅτι αἱ νεάνιδες ὡς ἁπαλαὶ καὶ ἀδύνατοι εὐκόλως θέλουν καταπεισθῆ μὲ κολακείας καὶ ὑποσχέσεις νὰ θυσιάσουν.