Ἤρχισεν ὅθεν ὁ ἡγεμὼν καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτὰς ταῦτα· «Ἐγώ, τέκνα μου, βλέπων τὸ τοιοῦτον κάλλος τοῦ προσώπου σας καὶ τὰς ἄλλας χάριτας τοῦ σώματος, αἵτινες ἀποστάζουσι γλυκύτητα, μάλιστα δὲ τὸ ἦθος καὶ τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς, νομίζω ὅτι τὰ τόσα σας χαρίσματα δὲν εἶναι δῶρα μόνον τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ χάριτός τινος θεϊκῆς, διὰ νὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ θαυμάζουν τὴν δύναμιν τῶν μεγάλων θεῶν· διὰ τοῦτο καὶ ἐγώ, δεικνύων εἰς σᾶς ἀγάπην πατρικήν, σᾶς παρακαλῶ, ἠγαπημέναι μου νεάνιδες, νὰ μὴ ἀθετήσετε τὴν πατρικήν μου συμβουλήν· καὶ πρῶτον μὲν νὰ συλλογισθῆτε τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν τῆς μητρός σας, ἡ ὁποία, ἐὰν σεῖς δὲν καταπεισθῆτε, εἶναι ἀνάγκη νὰ βασανίζεται καὶ αὐτὴ ὁμοῦ μὲ σᾶς. Ἔπειτα βάλετε εἰς τὸν νοῦν σας τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας σας, λυπηθῆτε τὴν ἰσόθεον ὡραιότητα, τὴν ὁποίαν ὅσον θαυμάζω τώρα καὶ ἐπαινῶ, τόσον ἔχω νὰ βασανίσω καὶ χωρὶς νὰ θέλω· καὶ ὅσον σεῖς φαίνεσθε ἀπειθεῖς, τοσοῦτον ἐξάπτετε τὸν θυμόν μου περισσότερον· καὶ ἐνῷ τώρα ἔχετε τὸν καιρὸν νὰ χαίρετε, νὰ εὐτυχῆτε καὶ νὰ ἀπολαύσητε πλοῦτον καὶ δόξαν καὶ περιποίησιν βασιλικήν, ἐὰν μοῦ παρακούσητε, ἀλλοίμονον! ἔχετε νὰ τὰ χάσητε ὅλα, ἔτι δὲ καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν, καὶ κάλλος καὶ ἄνθος τῆς ἡλικίας σας, καὶ μὲ πικρότατα βάσανα νὰ ὑπάγητε εἰς τὴν ἀπώλειαν».
Καὶ ταῦτα μὲν κολακεύων καὶ ἀπειλῶν ἐφλυάρει ὁ δικαστής· αἱ δὲ νύμφαι τοῦ Χριστοῦ, τὰ τίμια βλαστήματα τῆς Σοφίας, ἀπεκρίθησαν μετὰ γενναίου φρονήματος λέγουσαι· «Ἡμεῖς, ὦ δικαστά, γνώριζε καλῶς, ὅτι οὔτε τὰ ταξίματά σου καταδεχόμεθα, οὔτε τὰς ἀπειλάς σου ὑπολογίζομεν· τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ἐπιθυμοῦμεν, καὶ οὐράνιον Νυμφίον ἐπιποθοῦμεν, τὰ δὲ ἀνθρώπινα ἀγαθὰ μισοῦμεν καὶ ἀποστρεφόμεθα· δι’ αὐτὸ δὲ τὸ ὁποῖον μᾶς ἀπειλεῖς ὅτι ἔχεις νὰ βασανίσῃς τὴν μητέρα μας, δὲν ἠξεύρεις, ταλαίπωρε, πῶς χαροποιεῖς καὶ ἡμᾶς καὶ ἐκείνην περισσότερον; διότι τί γλυκύτερον πρᾶγμα εἶναι διὰ τοὺς Χριστιανοὺς παρὰ νὰ βασανίζωνται διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ; ἐὰν δὲ καὶ τὸ νὰ πάσχῃ τις μόνον διὰ τὴν τιμὴν τοῦ πλάστου καὶ ποιητοῦ του εἶναι τοῦτο δόξα καὶ καύχημα, πόσῳ μᾶλλον ἀνώτερον εἶναι τὸ νὰ γίνῃ καὶ κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, καὶ ὁποίαν δόξαν καὶ τρυφὴν θέλει ἀπολαύσει τότε. Ὅθεν τὸ νὰ ἐπιχειρῇς νὰ μᾶς ὑστερήσῃς ἀπὸ τοιαῦτα ἀγαθὰ βέβαια καὶ ἀληθινά, διὰ ψευδῆ καὶ πρόσκαιρα, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶσαι μωρὸς καὶ ἀνόητος. Μὴ ἀπατᾶσαι λοιπόν, διότι οὔτε κολακεύων θέλεις μᾶς καταπείσει, οὔτε ἀπειλῶν θέλεις μᾶς ἐκφοβίσει· τότε δὲ μόνον θέλεις μᾶς λυπήσει, ἐάν, διὰ τὴν νεότητα ὅπου ἔχομεν, δὲν θέλεις μᾶς βασανίσει σκληρότατα».