Τῇ ΙΖ’ (17ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμῃ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ Καλλινίκων Παρθένων ΠΙΣΤΕΩΣ, ΕΛΠΙΔΟΣ καὶ ΑΓΑΠΗΣ, καὶ τῆς μητρὸς αὐτῶν ΣΟΦΙΑΣ.

ἐπειδὴ ὑπέμεινας βασανισμοὺς διὰ τὸν Δεσπότην μας Χριστόν, πρὸς τὸν ὁποῖον ὕπαγε ἤδη, τέκνον μου, ὕπαγε περιλελουσμένη μὲ τὰ μαρτυρικά σου αἵματα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ παρασταθῇς ἐνώπιον τοῦ Νυμφίου σου ὡραιοτέρα καὶ εὐωδεστέρα ἀπὸ τὰ κρίνα καὶ ἄνθη τῶν ἀρωμάτων τῶν πόνων σου». Ταῦτα ἀκούσασα ἡ μακαρία Πίστις ἔκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς τὸν διὰ ξίφους θάνατον.

Ὁ δὲ ἀσεβέστατος δικαστής, μὴ ὑποφέρων τὴν ἧτταν, τὴν ὁποίαν ὑπέστη ἀπὸ τὴν Μάρτυρα, ἐσυλλογίζετο νὰ φέρῃ τὰς ἄλλας εἰς τὸ θέλημά του. Ὅθεν ἐπρόσταξε καὶ ἔφεραν ἔμπροσθέν του τὴν δευτέραν κατὰ τὴν ἡλικίαν ἀδελφὴν Ἐλπίδα, καὶ λέγει πρὸς αὐτὴν μὲ πολλὴν ἡμερότητα· «Καταπείσθητι, τέκνον μου, καὶ προσκύνησον τὴν μεγάλην θεὰν Ἄρτεμιν». Ἡ δὲ τρισόλβιος Ἐλπὶς ἀπεκρίθη λέγουσα. «Σὺ ἐβεβαιώθης, ὅτι ἐκείνην ὅπου ἐπαίδευσας καὶ ἐφόνευσας ἦτο ἀδελφή μου γνησία· μὲ ὅ,τι τρόπον λοιπὸν ἐδοκίμασας καὶ ἠννόησας τὴν γνώμην ἐκείνης, μὲ τὸν ἴδιον τρόπον γνώρισε καὶ τὴν ἰδικήν μου· διότι δὲν εἶναι δυνατόν, οὔτε λυπηρόν τι, οὔτε κανὲν χαρμόσυνον νὰ μὲ μεταστρέψῃ ἀπὸ τὴν τοιαύτην γνώμην καὶ ἀπόφασιν».

Ταῦτα ἀκούσας ἐκεῖνος ὁ μιαρὸς ἤρχισε νὰ τιμωρῇ τὴν Ἁγίαν· καὶ πρῶτον ἐπρόσταξε νὰ την ἀπογυμνώσουν καὶ νὰ τὴν μαστιγώνωσι μὲ ὠμὰ βούνευρα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑπελόγιζε κἂν ἡ μακαρία τὴν βάσανον ταύτην, ἐπρόσταξε καὶ ἔκαυσαν κάμινον φοβερὰν καὶ ἔρριψαν εἰς αὐτὴν τὴν παρθένον. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁ Θεός, ὅστις ἐφύλαττε τὴν ἀδελφήν της ἀβλαβῆ ἀπὸ πᾶσαν βάσανον, οὗτος ὁμοίως ἐτήρει καὶ αὐτὴν ἀπείρακτον ἀπὸ τὴν ἰδίαν τιμωρίαν τοῦ πυρός, τὸ ὁποῖον εὐλαβηθὲν τὴν Ἁγίαν οὐδόλως ἤγγιζεν αὐτήν· ἵστατο δὲ ἡ Ἁγία εἰς τὸ μέσον τῆς φλογὸς εὐχαριστοῦσα τὸν Νυμφίον Χριστόν, καὶ δεομένη νὰ τὴν φυλάξῃ ὡς παντοδύναμος μέχρι τέλους εἰς τὴν καλὴν ὁμολογίαν.

Βλέπων ταῦτα ὁ τύραννος ἐδαιμονίζετο περισσότερον ἀπὸ τὸν θυμόν του, καὶ προστάσσει πάλιν νὰ κρεμάσουν τὴν Ἁγίαν καὶ νὰ ξεσχίσουν τὰς σάρκας της μὲ σιδηροῦς ὄνυχας. Ξεομένης δὲ αὐτῆς ἤστραπτε τὸ πρόσωπόν της ὑπὲρ τὸν ἥλιον, καὶ ἀπὸ τὸ σῶμά της ἐξήρχετο εὐωδία θαυμάσιος καὶ μὲ χαριέστατον βλέμμα ἔλεγε πρὸς τὸν τύραννον· «Σὺ μέν, ταλαίπωρε, νομίζεις, ὅτι μὲ τὰς τιμωρίας σου θὰ ὀλιγοστεύσῃς τὴν δύναμιν τῆς ὑπομονῆς μου, ἐγὼ ὅμως μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ μου ἐλπίζω νὰ σὲ ἀποδείξω ἀδύνατον καὶ νενικημένον εἰς τὸν πόλεμον, τὸν ὁποῖον ἔστησας μὲ ἓν κοράσιον ὡς ἐμὲ ἀνήλικον, καὶ ἄλλην βοήθειαν δὲν ἔχω παρὰ μόνον τὴν ἐξ ὕψους δύναμιν».