Τῇ ΙΖ’ (17ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμῃ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ Καλλινίκων Παρθένων ΠΙΣΤΕΩΣ, ΕΛΠΙΔΟΣ καὶ ΑΓΑΠΗΣ, καὶ τῆς μητρὸς αὐτῶν ΣΟΦΙΑΣ.

Ταύτην τὴν στερεὰν γνώμην καὶ γενναίαν ἀπόφασιν βλέπων ὁ δικαστής, ἐσυλλογίσθη νὰ διαχωρίσῃ τὰς Ἁγίας τὴν μίαν ἀπὸ τὴν ἄλλην, καὶ οὕτω μίαν μίαν νὰ τὰς φέρῃ εἰς ἐξέτασιν, νομίζων ὅτι οὕτω θὰ τὰς λυπήσῃ μὲ τὴν μόνωσιν καὶ θὰ δυνηθῇ νὰ νικήσῃ. Καὶ πρῶτον καλέσας τὴν μητέρα των ἠρώτησε ταύτην διὰ τὴν ἡλικίαν τῶν παρθένων καὶ τὰ ὀνόματα· ἡ δὲ ἀπεκρίθη, ὅτι ἡ μὲν πρώτη εἶναι δώδεκα ἐτῶν καὶ ὀνομάζεται Πίστις· ἡ δευτέρα εἶναι δέκα ἐτῶν καὶ ὀνομάζεται Ἐλπὶς καὶ ἡ τρίτη εἶναι ἐννέα ἐτῶν καὶ ὀνομάζεται Ἀγάπη.

Ἔφερεν ὅθεν ὁ τύραννος τὴν πρώτην ἔμπροσθέν του καὶ τὴν παρεκίνει νὰ θυσιάσῃ εἰς τὴν μιαρὰν Ἀρτέμιδα. Ἡ δὲ παρθένος δείξασα ὅτι τὸ θάρρος, ὅπερ ἔχουν, εἶναι ἄνωθεν δεδομένον, ἀπεκρίθη λέγουσα· «Ὢ τῆς ἀπάτης! πῶς σᾶς ἠπάτησεν ὅλως διόλου ὁ σατανᾶς, ταλαίπωροι! δὲν φθάνει ὅτι εἶσθε σεῖς τετυφλωμένοι μὲ τὴν ἀσέβειαν, ἀλλ’ ἀναγκάζετε καὶ ἄλλους νὰ σᾶς ἀκολουθῶσιν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀπωλείας; ποῖος ἔχων ὀλίγην γνῶσιν ἤθελεν ἀρνηθῆ τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς ποιητήν, καὶ ὅσων εὑρίσκονται ἐν αὐτοῖς φαινομένων καὶ μὴ φαινομένων καὶ νὰ πιστεύῃ καὶ νὰ ὁμολογῇ θεοὺς ἐκείνους τοὺς ὁποίους πελεκοῦν καὶ σφυροκοποῦν οἱ ἄνθρωποι; μεγάλη ἀγνωσία βέβαια καὶ ὑμῶν, διότι ἀναγκάζετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστεύουν τοιαῦτα ἀνόητα πράγματα καὶ ἐκείνων οἵτινες πείθονται εἰς τοιαύτην ἀσέβειαν. Κάμε λοιπὸν ὅ,τι θέλεις· καλύτερον εἶναι νὰ πάθῃ τις μυρία βάσανα, παρὰ νὰ ἐκπέσῃ εἰς τόσην ἀγνωσίαν».

Οἱ λόγοι οὗτοι τῆς παρθένου, ἔφεραν τὸν δικαστὴν εἰς ἀκράτητον θυμόν, καὶ ἐπειδὴ μὲ λόγους δεν ἠδυνήθη νὰ την καταπείσῃ ἤρχισε τὴν δοκιμὴν μὲ τὰ ἔργα· προστάσσει ὅθεν νὰ γυμνώσουν τὴν Μάρτυρα καὶ δένοντες ὀπίσω τὰς χεῖράς της νὰ τὴν ραβδίζουν ἀσπλάγχνως. Τότε ἐφάνη μὲ τὴν δοκιμὴν ἡ ἀνδρεία τῆς Μάρτυρος, ἡ ὁποία ἐφαίνετο περιχαρής, ὄχι ὡς νὰ ἐρραβδίζετο, ἀλλ’ ὡς νὰ ἔρριπτον ἐπάνω της ἄνθη καὶ τριαντάφυλλα. Καὶ βλέπων ὁ δικαστὴς ὅτι δὲν ἐφαίνετο παραμικρὰ πληγὴ εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας, περισσότερον ἐδαιμονίζετο· ὅθεν ἐπρόσταξε καὶ ἔκοψαν τοὺς δύο μαστοὺς τῆς Ἁγίας. Τότε δὲ ἔγινε θαῦμα παράδοξον· διότι ἀντὶ νὰ τρέξῃ αἶμα ἀπὸ τὴν τομήν, ἔρρευσε γάλα χωρὶς ὀδύνην καὶ πόνον τινά. Τότε πάλιν προστάσσει ὁ ἀλιτήριος καὶ ἤναψαν μίαν ἐσχάραν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἥπλωσαν τὴν Μάρτυρα· ὅσον δὲ ἐκεῖνος ὁ μιαρὸς ἐφιλονίκει καὶ ἠγωνίζετο νὰ ἐφευρίσκῃ βασάνους, τόσον πάλιν ὁ Κύριος δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τοῦ νὰ βοηθῇ τὴν δούλην του, καθὼς συνέβη καὶ τότε· διότι ἐκείτετο ἡ Ἁγία ἐπάνω εἰς τὴν κεκαυμένην ἐκείνην ἐσχάραν ὡς νὰ εὑρίσκετο ἀναπαυομένη εἰς ἕνα δροσερὸν παράδεισον.